τριπιθήκινος
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
η, ον,
A thrice or throughly apish, ῥύγχος AP11.196 (Lucill.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, ὅλως πιθηκοειδής, ῥύγχος ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, οἷον ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
trois fois aussi laid qu’un singe.
Étymologie: τρεῖς, πίθηκος.
Greek Monolingual
-ηκίνη, -ον, Α
τελείως πιθηκοειδής («ῥύγχος ἔχουσα Βιτώ τριπιθήκινον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + πίθηκος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Greek Monotonic
τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρεις φορές ή ολότελα πιθηκοειδής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐπῐθήκῐνος: трижды, т. е. вполне обезьяний (ῥύγχος Anth.).
Middle Liddell
τρῐ-πῐθήκῐνος, η, ον
thrice or thoroughly apish, Anth.