κρυόεις

From LSJ
Revision as of 03:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠόεις Medium diacritics: κρυόεις Low diacritics: κρυόεις Capitals: ΚΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: kryóeis Transliteration B: kryoeis Transliteration C: kryoeis Beta Code: kruo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A chilling, in metaph. sense, φόβου κρυόεντος Il.9.2; κρυόεσσα Ἰωκή 5.740; ἐν πολέμῳ κρυόεντι Hes. Th.936; συντυχία Pi.I.1.37: later in lit. sense, icy-cold, ἅλς, πάγος, A.R.1.918, AP6.221 (Leon.); Τάρταρος Orph.Fr.222; of Saturn, Cat.Cod.Astr.1.172; cf. ὀκρυόεις.

German (Pape)

[Seite 1515] εσσα, εν, poet. = κρυερός; φόβος Il. 9, 2; ἰωκή 5, 740; πόλεμος Hes. Th. 936; sp. D., πάγος Leon. Al. 12 (VI, 221).

Greek (Liddell-Scott)

κρυόεις: εσσα, εν, = κρυερός, παγερός, ψυχρός, φόβου κρυόεντος Ἰλ. Ι. 2· κρυόεσσα ἰωκὴ Ε. 740· ἐν πολέμῳ κρυόεντι Ἡσ. Θ. 936· συντυχία Πινδ. Ι. 1. 54· ― ἐν κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, ψυχρὸς ὡς πάγος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 918, Ἀνθ. Π. 221. Πρβλ. ὀκρυόεις.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
qui glace d’effroi.
Étymologie: κρύος.

English (Autenrieth)

κρυερός. (Il.)

English (Slater)

κρῠόεις
   1 chilling met. ἦλθε δέ οἱ κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ (P. 4.73) νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.37)

Greek Monolingual

κρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
(κυριολ. και μτφ.) κρύος, ψυχρός σαν πάγος, παγερός (α. «κρυόεσσαν ἅλα», Απολλ. Ρόδ.
β. «φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. -όεις (πρβλ. ασπιδ-όεις, ροδ-όεις)].

Greek Monotonic

κρυόεις: -εσσα, -εν 1. = κρυερός, παγερός, ψυχρός, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. παγετώδης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κρυόεις: όεσσα, όεν
1) холодный, ледяной (πάγος Anth.);
2) леденящий, пронизывающий ужасом (φόβος Hom.; πόλεμος Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυόεις -εσσα -εν [κρύος] ijskoud:. φεύγων... κρυόεντα πάγον de ijskoude vorst ontvluchtend AP 6.221.2. overdr. ijselijk, huiveringwekkend:. ἐν πολέμῳ κρυόεντι in de huiveringwekkende oorlog Hes. Th. 936.

Middle Liddell

κρυόεις, εσσα, εν = κρυερός
1. chilling, Il., Hes.
2. icy-cold, Anth.