χοιρίνη

From LSJ
Revision as of 03:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρίνη Medium diacritics: χοιρίνη Low diacritics: χοιρίνη Capitals: ΧΟΙΡΙΝΗ
Transliteration A: choirínē Transliteration B: choirinē Transliteration C: choirini Beta Code: xoiri/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A small sea-mussel, used by the Athenian dicasts in voting, Ar.Eq.1332, V.333, 349 (all anap.), Poll.8.16; wrongly expld. by Suid., of hog's bristles.

German (Pape)

[Seite 1362] ἡ, eine kleine Meermuschel, deren sich in Athen die Richter beim Abstimmen bedienten, vielleicht die Porzellanschnecke, Ar. Equ. 1332 Vesp. 333. 349; vgl. Poll. 8, 16. – Bei Ath. XIV, 647 b sind χοιρίναι eine Art Kuchen; nach Mein. frg. com. III, 641 von ὁ χοιρίνης, sc. πλακοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρίνη: ἡ, εἶδος μικρᾶς θαλασσίας κόγχης ἣν οἱ Ἀθηναῖοι δικασταὶ μετεχειρίζοντο ὡς ψῆφον, (καλουμένη ἔτι καὶ νῦν γουρουνάκι, ἐκ τοῦ γουροῦνι, ὃ ἐστι χοῖρος, Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. 129), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332, πρβλ. Σφ. 333, 349. - Ὁ Σουΐδ. ἡμαρτημένως ἑρμηνεύει τὴν λέξ. ὡς σημαίνουσαν χοίρου τρίχα. [ῑ, ἐντεῦθεν ὁ πληθ. χοιρῖναι, Δινδ. εἰς Πολυδ. Η΄, 16.]

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
petit coquillage de mer, dont les juges athéniens se servaient pour voter (porcelaine).
Étymologie: DELG χοῖρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
μικρό θαλάσσιο κοχύλι το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι δικαστές στην ψηφοφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + επίθημα -ίνη (πρβλ. ἀθερ-ίνη, πολυποδ-ίνη)].

Greek Monotonic

χοιρίνη: [ῑ], ἡ, μικρή θαλάσσια κόγχη· το κέλυφός της το χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι δικαστές στην ψηφοφορία, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χοιρίνη:χοῖρος
1) херина (морская ракушка, употреблявшаяся афинскими судьями при подаче голосов) Arph.;
2) (sc. δορά) свиная кожа Luc.

Middle Liddell

χοῑρίνη, ἡ,
a small sea-muscle: its shell was used by the Athenian dicasts in voting, Ar.