ποιονόμος

From LSJ
Revision as of 05:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιονόμος Medium diacritics: ποιονόμος Low diacritics: ποιονόμος Capitals: ΠΟΙΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: poionómos Transliteration B: poionomos Transliteration C: poionomos Beta Code: poiono/mos

English (LSJ)

ον, (νέμω)

   A feeding on grass or herbs, βοτά A.Ag.1169 (lyr.).    II proparox. ποιόνομος, ον, (ομή) with rich grassy fields, τόποι Id.Supp.50 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 652] 1) Gras, Kräuter weidend, verzehrend, Aesch. Ag. 1142. – 2) ποιόνομος, mit grasigen, kräuterreichen Wiesen, τόποι, Aesch. Suppl. 49.

Greek (Liddell-Scott)

ποιονόμος: -ον, (νέμω) ὁ νεμόμενος πόαν, τρώγων πόαν, βοτὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1169, ΙΙ. προπαροξ. ποιόνομος, ον, (νομή) ὁ ἔχων νομὰς πλήρεις πόας, τόποι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui broute l’herbe.
Étymologie: ποία, νέμω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βόσκει σε τόπους γεμάτους χόρτο, που τρώει χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + -νόμος].

Greek Monotonic

ποιονόμος: -ον (νέμω), αυτός που τρέφεται με πρασινάδα ή χόρτα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ποιονόμος: поедающий траву (βοτά Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιονόμος -ον [ποία, νέμω] grasetend.

Middle Liddell

ποιο-νόμος, ον, νέμω
feeding on grass or herbs, Aesch.