πλαταγή
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
ἡ,
A rattle, Hellanic.104 (a J., Pherecyd. 72 J. ; ἡ Ἁρχύτου π. Arist.Pol.1340b26 ; π. χαλκείη, πυξινέη, A.R.2.1055, AP6.309 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, das Klatschen, jedes Geräusch, das durch das Zusammenschlagen zweier breiter Körper entsteht, bes. die Klapper, Arist. pol. 8, 6, D. Sic. 4, 13, χαλκῆ, mit der Herakles die stymphalischen Vögel verscheuchte, Schol. Ap. Rh. 2, 1057; vgl. Leon. Tar. 33 (VII, 309).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτᾰγή: ἡ, (πλατάσσω) κρότος, θόρυβος, Ἑλλάνικ. 61, Φερεκύδ. 32, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 2 (ἔνθα ἴδε Göttling), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 309.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
cliquette, sorte de castagnette.
Étymologie: πλατύς.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
ήχος, κρότος που παράγεται από τη σύγκρουση δύο πλατιών σωμάτων, πάταγος
αρχ.
είδος αθύρματος το οποίο παράγει χαρακτηριστικό κρότο όταν το χτυπάει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. πλαταγῶ].
Greek Monotonic
πλᾰτᾰγή: ἡ (πλατάσσω), κρότος, θόρυβος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτᾰγή: ἡ трещотка Arst., Diod., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλαταγή -ῆς, ἡ [πλαταγέω] castagnette.