γλυκυσίδη
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A peony (γ. ἄρρην, = Paeonia officinalis, γ. θήλεια, = P. corallina, Dsc.3.140), Hp.Superf.33, Mul.2.136, Pl.Com.61, Thphr.HP9.8.6.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠσίδη: [ῑ], ἡ, εἶδος φυτοῦ, ἡ παιωνία, Πλάτ. Κωμ. Κλεοφ. 5, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pivoine, plante.
Étymologie: γλυκύς.
Spanish (DGE)
(γλῠκῠσίδη) -ης, ἡ
• Grafía: graf. γλυκι- Cyran.1.3.1
• Prosodia: [-ῑ-]
bot. peonía, Paeonia sp., Hp.Superf.33, Mul.2.136, Pl.Com.62, Thphr.HP 9.8.6, Nic.Th.940, Seleuc.46, Cyran.l.c., Plin.HN 27.84, Scrib.Larg.166, Ps.Apul.Herb.65.9, Isid.Etym.17.9.48, Phot.γ 152
•γ. ἄρρην peonía macho, Paeonia mascula (L.) Miller, Dsc.3.140
•γ. θήλεια peonía hembra, Paeonia officinalis L., Dsc.3.140.
Greek Monolingual
γλυκυσίδη, η (Α)
το φυτό παιωνία, πηγούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + σίδη «γένος φυτών»].