ὀρειβατέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A traverse mountains, c. acc., D.S.5.39. II intr., roam the mountains, AP10.11 (Satyr.), Plu. Fab.7 ; of horses, Str.3.4.15.
German (Pape)
[Seite 371] auf Bergen wandeln, Ep. ad. 173 (X, 11); auch c. accus., τραχύτητας, D. Sic. 5, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειβᾰτέω: διέρχομαι ὄρη, μετ’ αἰτ., Διόδ. 5. 39 ΙΙ. ἀμετάβ., περιφέρομαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 10. 11, Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
marcher dans les montagnes.
Étymologie: ὀρειβάτης.
Greek Monotonic
ὀρειβᾰτέω: διέρχομαι, σκαρφαλώνω στα βουνά, σε Ανθ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρειβᾰτέω:
1) ходить по горам Plut., Anth.;
2) (о гористой местности) проходить, восходить, взбираться, преодолевать (τραχύτητας Diod.).
Middle Liddell
ὀρειβᾰτέω,
to roam the mountains, Anth., Plut. [from ὀρειβά˘της]