ιμάτιο

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἱμάτιον, Μ και ἱμάτιν και ἱμάτι)
ένδυμα, ρούχο
μσν.
ρούχο που φοριέται κατάσαρκα
αρχ.
1. εξωτερικό ένδυμα που φοριόταν πάνω από τον χιτώνα
2. (στους Ρωμαίους) η τήβεννος
3. ύφασμα που καλύπτει ή διακοσμεί κάποιον ή κάτι, σκέπασμα
4. φρ. («ἐν ἱματίοις» — με τα καθημερινά ενδύματα, χωρίς οπλισμό, εν καιρώ ειρήνης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. εἷμα (αντί εἱμάτιον), που προήλθε με τροπή του ει σε ι λόγω αφομοιώσεως προς το ι της κατάλ. -ιον (πρβλ. βυβλίον > βιβλίον). Τύποι εἱμάτιον / ἡμάτιον μαρτυρούνται αντιστοίχως στην Ιωνική και στη Δωρική. Η λ. εχρησιμοποιείτο συχνά στον πληθ. ἱμάτια.
ΠΑΡ. αρχ. ιματεύομαι, ιματιδάριον, ιματίδιον, ιματίζω
μσν.
ιματάκιν, ιματίτσιν.
ΣΥΝΘ. ιματιοθήκη, ιματιοπράτης, ιματιοπώλης
αρχ.
ιματηγός, ιματιοκάπηλος, ιματιοκλέπτης, ιματιομίσθης, ιματιομισθωτής, ιματιοποιΐα, ιματιοπλύτης, ιματιουργός, ιματιοφόριον, ιματιοφορίς, ιματοκλέπτης
(αρχ. -μσν.) ιματιοφύλαξ].