μεράδι

From LSJ
Revision as of 15:18, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

Greek Monolingual

(I)
το
μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρ-άδιον, υποκορ. του μοίρα με ανοιχτότερη προφορά του /i/ (μοιρ-) ως /e/ (μερ-), λόγω του ακολουθούντος -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο, ξηρός > ξερός κ.λπ.)].
(II)
το
κοινή ονομασία του φυτού Quercus lanuginosa, αλλ. αγριοβαλανιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημεράδι].