καλώδιο
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Greek Monolingual
το (AM καλῴδιον)
σχοινί μέτριου πάχους, μικρός κάλως, παλαμάρι («καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῑς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην», Θουκ.)
νεοελλ.
1. (ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) αγωγός ή σύνολο αγωγών, με ή χωρίς μόνωση, που εξυπηρετεί τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας ή τη μετάδοση τηλεπικοινωνιακών σημάτων και που μπορεί να αποτελείται από έναν (μονόκλωνο) ή περισσότερους κλώνους (πολύκλωνο)
2. ναυτ. στον πληθ. καλώδια
όλα τα σχοινιά που χρησιμοποιούνται για τον χειρισμό τών ιστίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. ζω-ίδιον > ζῴδιον)].