παίδευση

From LSJ
Revision as of 12:50, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ παίδευσις) παιδεύω
1. εκπαίδευση, αγωγή, παιδείαΈλληνας καλεῑσθαι τοῦς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας», Ισοκρ.)
2. το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης, οι γνώσεις, η μόρφωση («οὐ ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως», Αριστοφ.)
μσν.
φρ. «ἡ σὴ παίδευσις» ή «ἡ ὑμετέρα παίδευσις» — τρόπος προσφώνησης ατόμων που είναι γνώστες μιας τέχνης ή μιας επιστήμης
αρχ.
1. (για τη ρήτ.) ή διδασκαλία
2. το σχολείο, το εκπαιδευτήριο, ο χώρος που εκπαιδεύεται κάποιος («τὴν ἡμετέραν πόλιν Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι», Θουκ.)
3. τιμωρία.