παράγραμμα

From LSJ
Revision as of 12:55, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράγραμμα Medium diacritics: παράγραμμα Low diacritics: παράγραμμα Capitals: ΠΑΡΑΓΡΑΜΜΑ
Transliteration A: parágramma Transliteration B: paragramma Transliteration C: paragramma Beta Code: para/gramma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which one writes beside: additional clause, προσπαραγράφειν π. D.39.9.    II in cipher, substitute for a letter, Aen.Tact.31.18.

German (Pape)

[Seite 474] τό, das, was man daneben schreibt oder hinzusetzt, Zusatz, Dem. 39, 9 u. Sp. – Das Umschreiben, Verändern einer Schrift, Verfälschen. – Das Schreiben eines Buchstaben statt eines andern, zum Scherz, Paragramm, v. l. bei Arist. rhet. 3, 11, wo die richtige Lesart τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα ist.

Greek (Liddell-Scott)

παράγραμμα: τό, τὸ προσπαραγραφόμενον, κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ’ ἂν τοῦτο τὸ παράγραμμαἄλλο τι πλὴν ὁ πατὴρ καὶ ὁ δῆμος; Δημ. 997. 10, πρβλ. Αἰν. Τακτ. 31· τῷ Ἀλεξάνδρῳ παράγραμμα ἦν ἡ πατρὶς Ἀριστείδ. τ. 1, σ. 141, ἔκδ. G. Dind.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mot dénaturé par plaisanterie, par substitution d’une lettre par une autre (~ contrepet).
Étymologie: παραγράφω.

Greek Monolingual

τὸ, Α παραγράφω
1. πρόσθετη διάταξη («κατὰ ποῑον νόμον προσπαραγράφοιτ' ἄν τοῦτο τὸ παράγραμμα», Δημοσθ.)
2. (στην κρυπτογραφία) σημείο που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο γράμμα.

Greek Monotonic

παράγραμμα: -ατος, τό (παραγράφω), αυτό που γράφεται δίπλα, επιπρόσθετη πρόταση, προσθήκη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

παράγραμμα: ατος τό приписка, добавление Dem.

Middle Liddell

παράγραμμα, ατος, τό, παραγράφω
that which one writes beside, an additional clause, Dem.