βύας
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
ου, ὁ,
A eagle-owl, Strix bubo, Arist.HA592b9 (v.l. βρύας) βύας ἔβυξε an owl hooted, D.C.56.29, 72.24. (Onomatop.)
German (Pape)
[Seite 467] ὁ, der Uhu, Arist. H. A. 8, 3; auch βρύας u βῦζα.
Greek (Liddell-Scott)
βύας: -ου, ὁ, νυκτερινὸν πτηνόν, εἶδος μεγάλης γλαυκός, «μποῦφος», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 3, 2· βύας ἔβυξε, «ἕνας μποῦφος ἐφώναξε», Δίων Κ. 56. 29., 72. 24· - ὁ τύπος βῦζα καὶ τὸ ῥῆμα βύζω δεικνύουσιν ὅτι τὸ βρύας εἶναι ἐσφ. γραφὴ παρ’ Ἀριστ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
hibou, oiseau.
Étymologie: onomatopée ; cf. lat. bubo.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ orn. buho, Strix bubo Arist.HA 592b9, Artem.3.65, β. ἔβυξε como signo de mal agüero, D.C.40.17.1, 56.29.3.
• Etimología: De origen onomat., cf. arm. bu ‘lechuza’, pers. būm, lat. būbū.
Greek Monolingual
ο (Α βύας)
νυκτόβιο αρπακτικό, το μεγαλύτερο στην οικογένεια των γλαυκιδών, ο μπούφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένο τύπο. Ανάγεται σε ινδοευρ. b (e) u-, bh (e) u-, ηχομιμητικό στοιχείο
(πρβλ. αρμ. bu «κουκουβάγια») περσ. būm, λατ. būbo «βύας»)].
Russian (Dvoretsky)
βύας: ου ὁ Arst. v. l. = βρύας.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: eagle-owl, Strix bubo (Arist.).
Derivatives: Verb βύζω (βύας ἔβυξε D. C., s. Schwyzer 716). Postverbal βῦζα = βύας (Nic.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: From the imitation βῦ after the nouns in auf -ας (Schwyzer 461, Chantr. Form. 27f., 30). Elementary sound-imitation: Arm. bu owl (= Georg. bu), NPers. būm id., Lat. būbō, Bulg. buh. See Pok. 97f., Schrader-Nehring Reallex. 2, 216. André, Oiseaux 45. Cf. βύκτης.
Frisk Etymology German
βύας: {búās}
Grammar: m.
Meaning: Uhu (Arist., D. C.).
Derivative: Aus der Lautimitation βῦ nach den Nomina auf -ας (Schwyzer 461, Chantraine Formation 27f., 30). Daneben nach den Verba auf -ζω βύζω (βύας ἔβυξε D. C., vgl. Schwyzer 716). Postverbal βῦζα = βύας (Nik.).
Etymology : Elementare Schallnachahmung: arm. bu Eule (= georg. bu), npers. būm ib., lat. būbō Uhu, bulg. buh ib.. Weiteres Material bei WP. 2, 112f., Pok. 97f., W.-Hofmann 119, Schrader-Nehring Reallex. 2, 216. — Vgl. βύκτης und βοάω.
Page 1,275