σύριχος

From LSJ
Revision as of 15:55, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, = ὑῤῥίσκος, Alexis bei Ath. III, 76 d, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σύρῐχος: ὁ, ἴδε ὑριχός.

Greek Monolingual

και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α
συρίσκος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών επιθημάτων -ιχος και -ίσκος στους τ. σύριχος και συρίσκος. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η ύπαρξη τύπων χωρίς αρκτικό σ-. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνειες λ. με αρκτικό συ-, το οποίο στην Ελληνική αποδόθηκε με -, ενώ, κατ' άλλη άποψη, το αρκτικό - τών τ. προήλθε από τη, χαρακτηριστική σε ορισμένες διαλέκτους, αποβολή του αρκτικού σ-. Έχει διατυπωθεί επίσης η υπόθεση ότι πρόκειται για τ. πελασγικούς. Τέλος, και οι συνδέσεις με τους τ. ἄρριχος «κοφίνι από λυγαριά» και ῥίσκος «κιβώτιο» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: basket (Alex.). Also συρίσκος ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ο σῦκα ἐμβάλλουσι. τινες δε ὑρίσκον H.
Other forms: Here also ὕριχος (Porson; cod. -ισός Ar. Fr. 569, 5), ὕρισχος and βρίσχος (Phryn. PS), σύρισσος (Poll.), ὑρίσσος (H.), -ός (Theognost.); also ὑρρίς σπυρίς (Zonar.); cf. ὑρίσιδα (for ὑρίς, -ίδα?) σπυρίδιον, σπυρίς H.; ὑρράδα (cod. ὕρρ-) σπυρίδιον (Theognost.), ὕρραχα πρίσχη H. (cf. βρίσχος in Phryn.). With other anlaut: ἄρριχος (s. v.) and ἀρίσκος κόφινος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The suffixes -ιχος and -ίσχος both show the popular character of the above words, which have clearly never reached the stabilising level of the literary language; (of course there may also be mistakes in the tradition). Etymol. unclear. Analytical attempt by Güntert Reimwortbild. 143; cf. also ῥίσκος and the lit. on ἄρριχος; further Hiersche Ten. aspiratae 22 f. w. further details and hypotheses. Furnée 135, 241, 392, 300

Frisk Etymology German

σύριχος: {súrikhos}
Forms: Dazu ὕριχος (Porson; cod. -ισός Ar. Fr. 569, 5), ὕρισχος und βρίσχος (Phryn. PS), σύρισσος (Poll.), ὑρίσσος (H.), -ός (Theognost.); auch ὑρρίς· σπυρίς (Zonar.); vgl. ὑρίσιδα (für ὑρίς, -ίδα?)· σπυρίδιον, σπυρίς H.; ὑρράδα (cod. ὕρρ-)· σπυρίδιον (Theognost.), ὕρραχα· πρίσχη H. (vgl. βρίσχος bei Phryn.). Mit anderem Anlaut: ἄρριχος (s. d.) und ἀρίσκος· κόφινος H.
Grammar: m.
Meaning: Korb (Alex.). Auch συρίσκος· ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ὃ σῦκα ἐμβάλλουσι. τινὲς δὲ ὑρίσκον H.
Etymology : Die Suffixe -ιχος und -ίσχος verraten beide den volkstümlichen Charakter der obigen Wörter, die offenbar nie die stabilisierende Ebene der Literatursprache erreicht haben; selbstverständlich ist auch mit Überlieferungsfehlern zu rechnen. Etymologisch dunkel; ob entlehnt oder nicht, sei dahingestellt. Analytischer Versuch bei Güntert Reimwortbild. 143; vgl. noch ῥίσκος und die Lit. zu ἄρριχος; außerdem Hiersche Ten. aspiratae 22 f. m. weiteren Einzelheiten und Hypothesen.
Page 2,822