φρεναπάτης

From LSJ
Revision as of 14:45, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενᾰπᾰτης Medium diacritics: φρεναπάτης Low diacritics: φρεναπάτης Capitals: ΦΡΕΝΑΠΑΤΗΣ
Transliteration A: phrenapátēs Transliteration B: phrenapatēs Transliteration C: frenapatis Beta Code: frenapa/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A soul-deceiver, Lyr.Alex.Adesp.1.18, Ep.Tit.1.10, PLond.5.1677.22 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1304] ὁ, der die Seele täuscht, bethört, der Verführer, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

φρεναπάτης: -ου, ὁ, φρεναπατῶν, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. α΄ 10· ― φρεναπᾰτάω, ἐξαπατῶ, ἑαυτὸν Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄, 3, Γαλην.· πρβλ. «φρεναπατᾷ, χλευάζει» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μέγ. 811. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
séducteur.
Étymologie: φρεναπατάω.

English (Strong)

from φρήν and ἀπάτη; a mind-misleader, i.e. seducer: deceiver.

English (Thayer)

φρεναπατου, ὁ (φρήν and ἀπάτη), a mind-deceiver; Vulg. seductor; (A. V. deceiver): Titus 1:10. (Several times in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ὁ, Α [φρεναπατῶ (Ι)]
αυτός που εξαπατά, που πλανεύει.

Greek Monotonic

φρενᾰπάτης: -ου, ὁ (ἀπάτη), αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

φρενᾰπάτης: ου ὁ обманщик, обольститель NT.

Middle Liddell

φρεν-ᾰπάτης, ου, ὁ, ἀπάτη
a soul-deceiver, NTest.

Chinese

原文音譯:frenap£thj 弗練-阿爬帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:意向-引誘(者)
字義溯源:迷亂人心思者,欺哄人,欺騙者;由(φρήν)*=心思)與(ἀπάτη)=欺瞞)組成,而 (ἀπάτη)出自(ἀπατάω)*=欺騙)。比較: (πλάνος)=漂白,迷惑
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 欺哄人(1) 多1:10