смятение
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
Russian > Greek
θόρυβος, πλάνημα, ἰωχμός, ἀγωνία, ἀγωνίη, ταραχή, ἐκπλήσσω, ἐκπλήττω, ἴλιγγος, εἴλιγγος, διατροπή, διαταραχή, στρόβος, ἀλογία, ἀλογίη, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, οἴδημα, ἔκπληξις, σύγχυσις, φυρμός, τάραγμα, ἐπιτάραξις, συνθρόησις, ταραγμός, ἐκτάραξις, κλόνος, τάραξις, κατάπληξις, συνοχή, τύρβη, κυδοιμός, ὅμιλος