ἁρματοδρομία
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ἡ,
A chariot-race, chariot-racing, Str.5.3.8.
German (Pape)
[Seite 355] ἡ, das Wettfahren, Strab.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
course de chars.
Étymologie: ἅρμα, δρόμος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ carrera de carros Str.5.3.8.
Greek Monolingual
η (AM ἁρματοδρομία) αρματοδρόμος
αγώνας δρόμου με άρμα
νεοελλ.
επιδεικτική παρέλαση αρμάτων.
Greek Monotonic
ἁρμᾰτοδρομία: ἡ, δρόμος, ιπποδρομία, αρματοδρομία, σε Στράβ.