διήγημα
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ατος, τό,
A tale, λέγειν Phoenicid.4.15; δ. ἀνωφελές Plb.1.14.6, cf. LXX De.28.37, Polem.Call.42, Porph.Antr.4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διήγημα: τό, ὡς παρ' ἡμῖν, λέγειν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 15· δ. ἀνωφελὲς Πολύβ. 1. 14, 6· δ. γέγονα, ὡς παρ' Ὁρατίῳ, fabula fies, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Χαρίτωνος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
récit.
Étymologie: διηγέομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 narración, relato, historia c. gen. subjet. τὰ Ἰσαίου διηγήματα D.H.Is.16.2, c. gen. obj. τοῦ δράματος Ach.Tat.5.3.4, cf. LXX 2Ma.2.24, Pall.H.Laus.proem.2, Chrys.M.47.322, c. prep. περὶ αὐτοῦ Eus.M.23.1297C, sin rég. τερπνόν D.Fr.1.5, στρατιωτικά Epicur.Fr.[9], ἀνωφελές Plb.1.14.6, ἐμπορικά Plb.4.39.11, cf. Str.14.2.21, ἀσύμφωνα I.BI 1.1, cf. Polem.Call.42, D.H.Pomp.3.14, Plu.2.503b, 514b, Paus.1.25.1, ἐπιτραπέζια διηγήματα Basil.Hex.7.6 (p.426), cf. Vett.Val.258.19, Lib.Decl.6.1.2, Eun.Hist.14, Βεργαῖον δ. relato bergeo, e.e. relato increíble Str.2.3.5, δ. ἐστι λόγος ἐκθετικὸς πραγμάτων γεγονότων ἢ ὡς γεγονότων la narración es un discurso que expone hechos reales o supuestamente reales Theo Prog.78.16, ὁ μὲν διήγημ' ἔλεγεν Phoenicid.4.15, cf. Aeschin.Ep.4.5, LXX De.28.37, Demetr.Eloc.8, D.H.Th.33.2, Ph.2.67, 589, I.AI 15.210, Sor.125.7, Luc.DMeretr.13.4, Fauorin.Fort.4, Hermog.Inu.4.12 (p.202), X.Eph.3.3.3, Hld.1.8.7, Aristid.Quint.74.11, Alex.Aphr.Pr.1.118, Clem.Al.Prot.11.113, Gr.Naz.Ep.249.15, Porph.Antr.4, Phlp.in Cat.193.8, ἡ τομὴ τοῦ διηγήματος Sch.Il.11.243c, cf. Sch.Er.Il.11.671-761, Περὶ προθέσεως καὶ διηγήματος tít. de una obra de Teofrasto, D.L.5.48.
2 explicación τὸ ... εὐαγγέλιον δ. νόμου Melit.Pasch.279, cf. Ath.Al.M.26.125C, Meth.Arbitr.1.2 (p.147).
3 jur. informe, exposición redactado para su publicación δ. ἀποκηρύξεως PMasp.97ue.D.27 (VI d.C.) en BL 1.108.
Greek Monolingual
το (AM διήγημα) διηγούμαι
ό,τι διηγείται ή εξιστορεί κάποιος
νεοελλ.
είδος πεζογραφικής φανταστικής αφήγησης γραμμένης συνήθως με μεγαλύτερη πυκνότητα και ένταση από ό,τι το μυθιστόρημα και η νουβέλλα
αρχ.
φρ. «διήγημα γέγονα» — αφηγούνται προφορικώς ή γραπτώς την περίπτωση μου.
Russian (Dvoretsky)
διήγημα: ατος τό рассказ, повествование Polyb., Plut.