ζητρός

From LSJ
Revision as of 15:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζητρός Medium diacritics: ζητρός Low diacritics: ζητρός Capitals: ΖΗΤΡΟΣ
Transliteration A: zētrós Transliteration B: zētros Transliteration C: zitros Beta Code: zhtro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A executioner, Hsch.

Greek Monolingual

ζητρός, ὁ (Α)
ο δήμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζητήρ (επίθετο του Διός στην Κύπρο), ζήτωρ, ζητρός που απαντούν σε γλώσσες του Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. ζᾱ, ζη- (πρβλ. δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»). Το ουσ. ζητρός σχηματίζεται περαιτέρω με το επίθ. -τρος (πρβλ. δαι-τρός, ια-τρός)].