καμπυλοειδής

From LSJ
Revision as of 15:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπῠλοειδής Medium diacritics: καμπυλοειδής Low diacritics: καμπυλοειδής Capitals: ΚΑΜΠΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kampyloeidḗs Transliteration B: kampyloeidēs Transliteration C: kampyloeidis Beta Code: kampuloeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A appearingcrooked, φαντασία Plu.2.1121c.

German (Pape)

[Seite 1319] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.

Greek (Liddell-Scott)

καμπῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme courbe.
Étymologie: καμπύλος, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (Α καμπυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος.
επίρρ...
καμπυλοειδῶς (Α)
με τρόπο καμπυλοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτο-ειδής, σφαιρο-ειδής].

Russian (Dvoretsky)

καμπῠλοειδής: кривой, изогнутый Plut.