κλεισίον

From LSJ
Revision as of 16:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεισίον Medium diacritics: κλεισίον Low diacritics: κλεισίον Capitals: ΚΛΕΙΣΙΟΝ
Transliteration A: kleisíon Transliteration B: kleision Transliteration C: kleision Beta Code: kleisi/on

English (LSJ)

τό,

   A outhouse, shed, τῆς οἰκίας τὸ κ. Antiph.21, cf. Lys.12.18, D.18.129 (here perh. = brothel), IG11(2).158 A56, 287 A146 (Delos, iii B.C.), BCH35.243 (ibid., ii B.C.), Ephes. 2.75 (i B.C.): pl., sheds for cattle, D.Chr.40.9.    2 shrine, chapel, Paus.4.1.7, BCH33.72 (Cappadocia). [First syll. long in Antiph. l.c.; written κλεισίον IG l.c., BCH35l.c., Hdn.Gr.1.356, 2.415, Ael. Dion.l.c.; later κλις- Ephes.l.c., BCH33 l.c., freq. in codd.; prob. fr. κλίνω as 'lean-to', 'penthouse', rather than fr. κλείω as stated by Poll.9.50.]

Greek Monolingual

κλεισίον και κλισίον, τὸ (Α)
1. στεγασμένη αυλή που χρησιμοποιούνταν ως σταθμός κτηνών ή ως εργαστήριο («τῶν κλεισίων, οἷς ὑποδύεται τὰ πρόβατα», Δίων Χρυσ.)
2. καλύβα, ευτελής οικίσκος («τριῶν ἡμῖν οἰκιῶν οὐσῶν οὐδεμιᾶς εἴασαν ἐξενεχθῆναι, ἀλλὰ κλίσιον μισθωσάμενοι προὔθεντο αὐτόν», Λυσ.)
3. ευτελές οίκημα πόρνης, πορνείο
4. βωμός ή ναΐσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κλισίον (< κλίνω). Το -ει- οφείλεται σε επίδραση του κλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεισίον zie κλισίον.

Frisk Etymological English

Meaning: hut, shed
See also: s. κλίνω.

Frisk Etymology German

κλεισίον: {kleisíon}
Meaning: Hütte, Baracke
See also: s. κλίνω.
Page 1,868