περίπτωμα

From LSJ
Revision as of 18:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπτωμα Medium diacritics: περίπτωμα Low diacritics: περίπτωμα Capitals: ΠΕΡΙΠΤΩΜΑ
Transliteration A: períptōma Transliteration B: periptōma Transliteration C: periptoma Beta Code: peri/ptwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A accidental happening : hence,    1 calamity, Pl.Prt.345b.    2 lucky chance, LXX Ru.2.3.

German (Pape)

[Seite 589] τό, Unfall, Zufall, Plat. Prot. 345 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίπτωμα: τό, συμφορά, δυστύχημα, Πλάτ. Πρωτ. 345Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conjoncture, particul. accident, malheur.
Étymologie: περιπίπτω.

Greek Monolingual

τὸ, Α περιπίπτω
1. τυχαίο συμβάν
2. δυστύχημα, συμφορά
3. ευτυχής σύμπτωση, συγκυρία, καλή τύχη.

Greek Monotonic

περίπτωμα: -ατος, τό, συμφορά, δυστυχία, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπτωμα -ατος, τό [περιπίπτω] ongelukkige gebeurtenis.

Russian (Dvoretsky)

περίπτωμα: ατος τό (несчастная) случайность, случай Plat.

Middle Liddell

περί-πτωμα, ατος, τό,
a calamity, Plat.