εὐμετακόμιστος
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον,
A ready to migrate, Sch.Th.1.2. 2 portable, Aët.1.39.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht weg u. anderswohin zu bringen, leicht beweglich, πρὸς τὸ μετανίστασθαι Schol. Thuc. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετακόμιστος: -ον, εὐκόλως μετακομιζόμενος, ἀείποτε ἕτοιμος, πρός τι Κωνστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 36, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐμετακόμιστος, -ον)
1. αυτός που μετοικεί εύκολα, ο έτοιμος ή πρόχειρος για μετανάστευση
2. αυτός που μπορεί να τον μετακινήσει κάποιος εύκολα, ο φορητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-κομίζω.