ἀμφινέμομαι

From LSJ
Revision as of 11:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφινέμομαι Medium diacritics: ἀμφινέμομαι Low diacritics: αμφινέμομαι Capitals: ΑΜΦΙΝΕΜΟΜΑΙ
Transliteration A: amphinémomai Transliteration B: amphinemomai Transliteration C: amfinemomai Beta Code: a)mfine/momai

English (LSJ)

Med.,

   A dwell round, c. acc. loci, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Il.2.521; Ὄλυμπον ἀ., of gods, 18.186; Ἰθάκην Od.19.132; of constellations, δύ' Ἰχθύες ἀμφινέμονται Ἵππον Arat.282: abs., D.P. 127, al.: metaph., σὲ ὄλβος ἀ. encompasses thee, Pi.P.5.14.

German (Pape)

[Seite 141] (s. νέμω), rings umweiden, umwohnen, umgeben; Hom. Iliad. 2, 521 οἵ τ' Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο, 574 Αἴγιον ἀμφενέμοντο, 585 Οἴτυλον ἀμφενέμοντο, 634 οἳ Σάμον ἀμφενέμοντο, 649 οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο, 655 οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο, 835 οἳ δ' ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο, 853 Σήσαμον ἀμφενέμοντο, Od. 19, 132 οἵ τ' αὐτὴν Ἰθάκην ἀμφινέμονται, Iliad. 18, 186 ἀθανάτων, οἳ Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἀμφινέμονται, überall Homerisch das compos. statt des simpl., bewohnen, vgl. Scholl. Ariston. 2, 835 Πράκτιον: ὅτι ἔνιοι ποταμὸν λέγουσι τὸν Πράκτιον; – Pind. ὄλβος σε ἀμφινέμεται, Reichthum umgiebt dich, P. 5, 14; – auch sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφινέμομαι: μέσ., κυρίως ἐπὶ βοῶν, βόσκομαι πέριξ: ἀκολούθως ἐπὶ ἀνθρώπων, περιοικῶ, κατοικῶ ὁλόγυρα: - μ. αἰτ. τόπου, Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 521· Ὄλυμπον ἀμφ., ἐπὶ τῶν θεῶν, Σ. 186· Ἰθάκην Ὀδ. Τ. 132: - μεταφ., ὄλβος σὲ ἀμφ., περιβάλλει σε, Πινδ. Π. 5.18. ΙΙ. ἐπὶ πυρός, ἐξαπλοῦμαι, ἐπεκτείνομαι, Βυζ. πρβλ. νέμομαι.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀμφενεμόμην;
résider autour de, acc..
Étymologie: ἀμφί, νέμομαι.

English (Autenrieth)

only pres. and ipf.: dwell around, or dwell around in, Il. 2.521, Od. 19.132.

Spanish (DGE)

I 1poblar, habitar c. ac. Ὄλυμπον Il.18.186, Σάμον Il.2.634, cf. 521, 649, Od.19.132, Nonn.D.13.404, πόλιν Pi.Fr.119.2, ἕδρανον Nonn.D.13.312, πεδίον A.R.1.947, πεδίον τὸ Ἀρήιον A.R.3.409, οὐρανόν Q.S.10.289, ὄρεος κορυφάς A.R.4.1150, ῥίον A.R.1.1224, ῥόον Orph.A.1044, πόρον Opp.H.3.420.
2 estar situado junto a μετὰ ... δύ' Ἰχθύες ἀμφινέμονται Ἵππον detras del Caballo vienen los dos Peces Arat.282
abs. estar congregado (αἶγες) σχεδόν Q.S.11.398
encontrarse, habitar νόσφιν A.R.2.999.
II c. ac. de pers. rodear σὲ ... πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται Pi.P.5.14.

Greek Monolingual

ἀμφινέμομαι (Α)
1. κατοικώ γύρω από κάποιον ή κάπου
2. περιβάλλω, περιστοιχίζω.

Greek Monotonic

ἀμφινέμομαι: Μέσ., λέγεται για βοοειδή, περιτρέφομαι, (βόσκω τριγύρωέπειτα λέγεται για πρόσωπα, περικατοικώ, διαμένω τριγύρω, με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφινέμομαι:
1) жить вокруг, т. е. обитать, населять (Κρήτην, Ὄλυμπον Hom.; πόλιν Pind.);
2) окружать (ὄλβος ἀμφινέμεταί τινα Pind.).

Middle Liddell


Mid., of cattle, to feed around: then, of men, to dwell round, c. acc. loci, Il.