ἐμφάνεια

From LSJ
Revision as of 14:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφάνεια Medium diacritics: ἐμφάνεια Low diacritics: εμφάνεια Capitals: ΕΜΦΑΝΕΙΑ
Transliteration A: empháneia Transliteration B: emphaneia Transliteration C: emfaneia Beta Code: e)mfa/neia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A manifestation, εἰς ἐ. ἄγειν bring to light, Thphr. Ign.2; τοῦ θεοῦ J.AJ15.11.7 (pl.); τὴν ἐ. τινων ποιεῖσθαι produce for inspection, PLips.52.9 (iv A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 819] ἡ, das Erscheinen, Sichtbarwerden, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφάνεια: ἡ, τὸ ἐμφανές, φανερόν, εἰς ἐμφάνειαν ἄγειν, ἄγειν εἰς τὸ ἐμφανές, Θεοφρ. π. Πυρὸς 2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἐνφανία IG 9(1).267.10 (Opunte II a.C.)
I 1manifestación, apariciónεἰς ἐμφάνειαν ἄγειν sacar a la luz Thphr.Ign.2, ἀγγελικὴ ἐ. Gr.Nyss.M.46.1140D, c. gen. subjet. ἡ ἐ. τοῦ θεοῦ I.AI 15.425, de la encarnación de Jesucristo ἡ διὰ σαρκὸς γενομένη τοῦ κυρίου τοῖς ἀνθρώποις ἐ. Gr.Nyss.Pss.105.15.
2 presencia, comparecencia ἐκνεύειν τὴν ἐμφάνειαν negarse a hacer acto de presencia, BGU 1189.7 (I a./d.C.), εἰς τὴν ἐμφάνειαν ἔρχεσθαι PTeb.24.71 (II a.C.), cf. POxy.3479.22 (IV d.C.), Nag Hammadi 65.6 (IV d.C.), αὐτοὺς ... τὴν ἐμφάνειαν ἑαυτῶν ποιήσασθαι PLips.51.14 (IV d.C.).
3 prueba, evidencia documental οὐδεμίαν ἐμφάνειαν ... ηὗρον SB 13274.6 (VI d.C.).
4 fig. ostentación μετὰ ἐμφανείας μεγάλης καὶ ἀπειλῆς φοβερᾶς εἶπεν Mart.Andr.Pr.4.2.
II jur. denuncia ἐνφαινέτω ... ποτ τὰν βουλάν, καθ' ὧν καὶ τὰς ἄλλας ἐνφανίας IG l.c.

Greek Monolingual

η (AM ἐμφάνεια, Μ και ἐμφανία)
η ιδιότητα του εμφανούς, το να είναι κάτι εμφανές
αρχ.-μσν.
1. εμφάνιση, φανέρωση
2. εμφάνιση, μορφή
μσν.
1. απόδειξη
2. (νομ.) δημοσίευση, γνωστοποίηση
3. «ἐμφάνεια θεοῡ πρὸς ἀνθρώπους» (Θεόδοτ.)
η θεοφάνεια, η επιφάνεια, η εμφάνιση του θεού στους ανθρώπους.