ἰάχημα

From LSJ
Revision as of 16:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰᾰχημα Medium diacritics: ἰάχημα Low diacritics: ιάχημα Capitals: ΙΑΧΗΜΑ
Transliteration A: iáchēma Transliteration B: iachēma Transliteration C: iachima Beta Code: i)a/xhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cry, shout: hissing of a serpent, E.HF884 (lyr., pl.); sound of an instrument, ῥόπτρων AP6.165 (Phalaec.).

German (Pape)

[Seite 1234] τό, Geschrei, Gejauchze, Getöse; ἰαχήματα χάλκεα ῥόπτρων Κορυβαντείων Phalaec. 3 (VI, 165). Bei Eur. I. A. 1045 u. Herc. Fur. 883 will Dindorf ἀχήμασι des Metrums wegen ändern.

Greek (Liddell-Scott)

ἰάχημα: τό, (ἰᾰχέω) κραυγή, βοή, τὸ σύριγμα ὄφεως, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 883· ὁ ἦχος ὀργάνου, Ἀνθ. Π. 6. 165. - Πρβλ. ἤχημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
grand bruit ; sifflement d’un serpent ; son d’un instrument.
Étymologie: ἰαχέω.

Greek Monolingual

ἰάχημα, τὸ (Α) ιαχώ
1. κραυγή, βοή
2. το σφύριγμα του φιδιού («ὄφεων ἰαχήμασι», Ευρ.)
3. ήχος οργάνου.

Greek Monotonic

ἰάχημα: -ατος, τό (ἰᾰχέω), κραυγή, βοή, συριγμός, σφύριγμα ερπετού (φιδιού), σε Ευρ.· ήχος οργάνου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰάχημα: ατος (ᾰχ) τό шум, звук: ἑκατογκέφαλα ὄφεων ἰαχήματα (v. l. ἀχήματα) Eur. стоглавое шипение (т. е. шипение сотен) змей; ἰαχήματα χάλκεα ῥόπτρων Anth. бряцание медных бубен.

Middle Liddell

ἰάχημα, ατος, τό, [ἰᾱχέω]
a cry: the hissing of a serpent, Eur.: the sound of an instrument, Anth.