πέρσις

From LSJ
Revision as of 19:26, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρσις Medium diacritics: πέρσις Low diacritics: πέρσις Capitals: ΠΕΡΣΙΣ
Transliteration A: pérsis Transliteration B: persis Transliteration C: persis Beta Code: pe/rsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (πέρθω)

   A sacking, sack, π. Ἰλίου, name of a tragedy, Arist.Po.1456a16, 1459b6; of a poem by Lesches, Paus.10.25.5; by Stesichorus, Id.10.26.1.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, die Verwüstung, Zerstörung, Paus. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πέρσις: ἡ, (πέρθω) ἐκπόρθησις, ἅλωσις, π. Ἰλίου, ποίημα τοῦ Ἀρκτίνου ἀνῆκον εἰς τὸν Ἐπικὸν κύκλον, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 15., 22, 7· τοῦ Λέσχεω, Παυσ. 10. 25, 5 (ἔνθα γενικ. πέρσιδος): τοῦ Στησιχόρου, ὁ αὐτ. 26, 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
destruction d’une ville.
Étymologie: πέρθω.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α πέρθω
εκπόρθηση, άλωση.

Greek Monotonic

πέρσις: ἡ (πέρθω), εκπόρθηση, άλωση, πέρσις Ἰλίου, ποίημα του Αρκτίνου, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέρσις -εως, ἡ [πέρθω] verwoesting.

Russian (Dvoretsky)

πέρσις: εως ἡ πέρθω разрушение (Ἰλίου Arst.).

Middle Liddell

πέρσις, εως, πέρθω
a sacking, sack, π. Ἰλίου, a poem by Arctinus, Arist.