φιλαλήθεια

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλᾰλήθεια Medium diacritics: φιλαλήθεια Low diacritics: φιλαλήθεια Capitals: ΦΙΛΑΛΗΘΕΙΑ
Transliteration A: philalḗtheia Transliteration B: philalētheia Transliteration C: filalitheia Beta Code: filalh/qeia

English (LSJ)

ἡ,

   A sincerity, ingenuousness, τρόπου Them.Or.15.198b.

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, Wahrheitsliebe (?).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλαλήθης
η αγάπη για την αλήθεια, ειλικρίνεια
νεοελλ.
(φιλοσ.) α) (κατά τη μεταφυσ.-θεολ. αντίληψη) δεδομένη και απόλυτη ιδιότητα του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την έννοια της αλήθειας, έξω από κάθε τοπικό ή χρονικό προσδιορισμό
β) (κατά την ανθρωπολ. προσέγγιση) η τάση για αναζήτηση της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την αλήθεια, έννοια που δηλώνει συνήθως την καλή πίστη ή πρόθεση εκείνου που μιλάει, χωρίς να ταυτίζεται με την αλήθεια ή να συνεπάγεται την εγγύησή της.