ἐκδοχεῖον
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
τό,
A reservoir, tank, J.BJ1.15.1, Peripl.M.Rubr. 27.
German (Pape)
[Seite 758] τό, der Behälter, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδοχεῖον: τό, δοχεῖον, δεξαμενή, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 15, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 3454· κατὰ Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. «ἐκδοχεῖον, τὸ ταμεῖον»· προσέτι, ἐκδόχιον, εἰμὶ δὲ Μουσάων μυστικὸν ἐκδόχιον Ἀνθ. Παλατ. 14. 60· πρβλ. Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 293, ἔκδ. Βασιλείας.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
réservoir, récipient, d’où
1 citerne;
2 c. ἀμίς.
Étymologie: ἐκδοχή.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): -ίον AP 14.60.2
1 depósito, receptáculodel cuerpo, ref. a la sepultura, Demetr.Lac.Herc.1012.41.11 (dud.), c. gen. obj. τῆς λείας I.BI 4.512, εἰμὶ δὲ Μουσάων μυστικὸν ἐ. ref. a una tablilla AP l.c., πᾶς δ' ὁ γεννώμενος ἐν τῇ χώρᾳ λίβανος εἰς αὐτὴν ὥσπερ ἐ. εἰσάγεται Peripl.M.Rubri 27, τῶν ἐκκρίσεων τὰ ἐκδοχεῖα los recipientes de excrementos Clem.Al.Paed.2.3.39
•fig. ἐ. πάντων τὸ ἱερὸν γέγονεν I.BI 5.402, ἡ ἀκοὴ ... ὥς φησιν Δημόκριτος «ἐ. μύθων οὖσα» Porph.in Harm.32.10 (= Democr.A 126a), cf. Iren.Lugd.Haer.1.14.1.
2 depósito, almacén, ID 1416B.1.4, 1417C.15 (ambas II a.C.).
3 cisterna, aljibe τό τε ὑδραγώγιον καὶ τὸ ἐ. ... κατασκευάσασα IBeroeae 40.6 (II d.C.), cf. ILaod.Lyk.12 (I d.C.), SEG 43.791.3 (Éfeso I d.C.), I.BI 3.186, τῶν γὰρ ἐκδοχείων ὕδατος ἀναπλησθέντων I.BI 1.287, cf. AI 14.391, exceptorium, Gloss.2.289.