περιωδευμένως

From LSJ
Revision as of 12:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιωδευμένως Medium diacritics: περιωδευμένως Low diacritics: περιωδευμένως Capitals: ΠΕΡΙΩΔΕΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: periōdeuménōs Transliteration B: periōdeumenōs Transliteration C: periodevmenos Beta Code: periwdeume/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of περιοδεύω,

   A fully, in detail, Phld.Rh.1.248 S., Plu.2.537d.

German (Pape)

[Seite 601] adv. part. perf. pass. von περιοδεύω, auf Umwegen, weitläuftig, Plut. de inv. et od. 5.

Greek (Liddell-Scott)

περιωδευμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περιοδεύω, διὰ περιστροφῶν, διὰ τρόπου περιστροφικοῦ, Πλούτ. 2. 537D.

French (Bailly abrégé)

adv.
par un long circuit.
Étymologie: περιωδευμένος, part. pf. Pass. de περιοδεύω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (για ρητ. λόγο) με περιστροφές, με πλάγιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιωδευμένος του περιοδεύω.

Russian (Dvoretsky)

περιωδευμένως: пространно (πολυμερῶς καὶ π. Plut.).