γραοσόβης
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A lover of old women, Ar.Pax812; cf. Sch.ad loc., and v. σοβάς.
German (Pape)
[Seite 505] ὁ, alte Weiber in Bewegung setzend, in obsc. Sinne, Ar. Pax 812.
Greek (Liddell-Scott)
γρᾱοσόβης: -ου, ὁ, ὁ γραίας διώκων ἢ ἐκφοβίζων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 812.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui poursuit les vieilles, coureur de vieilles.
Étymologie: γραῦς, σοβέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γραιο- Sud., Zonar.
1 amante, perseguidor de viejas γραοσόβαι μιαροί Ar.Pax 812, cf. Sch.ad loc., Sud., Zonar.
2 espanta-viejas Sud.l.c.
Greek Monolingual
γραοσόβης, ο (Α)
εραστής γριάς γυναίκας ο οποίος τήν εκμεταλλεύεται οικονομικά.
Greek Monotonic
γρᾱοσόβης: -ου, ὁ (γραῦς, σοβέω), αυτός που διώκει ή τρομάζει ηλικιωμένες γυναίκες, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
γρᾱοσόβης: ου ὁ ирон. гоняющийся за старухами Arph.