περιέλασις

From LSJ
Revision as of 08:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιέλᾰσις Medium diacritics: περιέλασις Low diacritics: περιέλασις Capitals: ΠΕΡΙΕΛΑΣΙΣ
Transliteration A: periélasis Transliteration B: perielasis Transliteration C: perielasis Beta Code: perie/lasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A driving about, Hp.Aër.20 (pl.); hurling about, cj. in Plu.2.916d (pl.).    II place for driving round, roadway, Hdt. 1.179.

German (Pape)

[Seite 574] ἡ, das Herumtreiben, Herumfahren, τὸ μέσον τῶν οἰκημάτων ἔλιπον τεθρίππῳ περιέλασιν, Raum zum Herumfahren, Her. 1, 179.

Greek (Liddell-Scott)

περιέλᾰσις: -εως, ἡ, τὸ περιελαύνειν, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 292. ΙΙ. τόπος πρὸς περιέλασιν, λεωφόρος, Ἡρόδ. 1. 179.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
espace où l’on peut circuler à cheval.
Étymologie: περιελαύνω.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α περιελαύνω
1. το να μετακινείται κανείς επάνω σε αμάξι («κάθηται ἐν τῇ ἁμάξῃ... διὰ τὰς μεταστάσιας καὶ τὰς περιελάσιας», Ηρόδ.)
2. το να εκτοξεύει κανείς ολόγυρα κάτι
3. δρόμος κατάλληλος για μετακίνηση με αμάξι, λεωφόρος.

Greek Monotonic

περιέλᾰσις: -εως, ἡ, τόπος για περιέλαση, πέρασμα, λεωφόρος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περιέλᾰσις: εως ἡ место для объезда или проезда: τὸ μέσον ἔλιπον τεθρίππῳ περιέλασιν Her. середину оставили для проезда четверки лошадей.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιέλασις -εως, ἡ [περιελαύνω] het rondrijden. Hp. Aër. 20. rondweg:. τεθρίππῳ π. rondweg voor een vierspan Hdt. 1.179.3.

Middle Liddell

περιέλᾰσις, εως,
a place for driving round, a roadway, Hdt. [from περιελαύνω