προσνέω

From LSJ
Revision as of 14:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσνέω Medium diacritics: προσνέω Low diacritics: προσνέω Capitals: ΠΡΟΣΝΕΩ
Transliteration A: prosnéō Transliteration B: prosneō Transliteration C: prosneo Beta Code: prosne/w

English (LSJ)

(A), aor.

   A -ένευσα Th.3.112:—swim to or towards, l.c.; λιμένι Luc.Bis Acc.21.
προσνέω (B),

   A heap up against, ξύλα ταῖς θύραις Plu.2.775e.

German (Pape)

[Seite 773] (s. νέω), zu-, hinanschwimmen, προσένευσαν Thuc. 3, 112, u. Sp., wie Luc. bis acc. 21. (s. νέω), dazu anhäufen, ξύλα ταῖς θύραις, Plut. amat. narr. 5 a. E.

Greek (Liddell-Scott)

προσνέω: μέλλ. -νεύσομαι, προσνήχομαι, Θουκ. 3. 112, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 21.

French (Bailly abrégé)

1entasser devant, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, νέω⁴.
2nager vers, τινι.
Étymologie: πρός, νέω².

Greek Monolingual

(I)
Α
κολυμπώ προς μια κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νέω (Ι) «κολυμπώ»].
(II)
Α
συσσωρεύω επί πλέον, προσθέτω κάτι ακόμη στον σωρό που ήδη υπάρχει, επισωρεύω («προσνέειν ξύλα ταῑς θύραις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νέω (III) «μαζεύω, συσσωρεύω»].

Greek Monotonic

προσνέω: μέλ. -νεύσομαι, κολυμπώ σε ή προς, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσνέω:
I νέω II] (fut. προσνεύσομαι) подплывать, приплывать (τινι Thuc., Luc.).
II νέω IV] (fut. προσνήσω) нагромождать, наваливать (ξύλα ταῖς θύραις Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-νέω zwemmen naar.

Middle Liddell

fut. -νεύσομαι
to swim to or towards, Thuc.