τετραέλικτος

From LSJ
Revision as of 14:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραέλικτος Medium diacritics: τετραέλικτος Low diacritics: τετραέλικτος Capitals: ΤΕΤΡΑΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: tetraéliktos Transliteration B: tetraeliktos Transliteration C: tetraeliktos Beta Code: tetrae/liktos

English (LSJ)

ον, =

   A four times coiled round, ὄφις AP7.210 (Antip.); τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1097] = Folgdm, ὄφις, Antp. Sid. 63 (VII, 210).

Greek (Liddell-Scott)

τετραέλικτος: -ον, = τῷ ἑπομ., ὄφις Ἀνθ. Π. 7. 210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
roulé quatre fois sur soi-même.
Étymologie: τέσσαρες, ἑλίσσω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές («ὄφις τετραέλικτος», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἑλικτός (< ἑλίσσω «περιτυλίγω, στριφογυρίζω»)].

Greek Monotonic

τετραέλικτος: -ον, αυτός που κινείται ελικοειδώς (συστρέφεται) τέσσερις φορές, σε Ανθ.

Middle Liddell

τετρα-έλικτος, ον,
four times wound round, Anth.