ἐπανακλίνω

From LSJ
Revision as of 14:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανακλίνω Medium diacritics: ἐπανακλίνω Low diacritics: επανακλίνω Capitals: ΕΠΑΝΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: epanaklínō Transliteration B: epanaklinō Transliteration C: epanaklino Beta Code: e)panakli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A make to lie down, τινά Hp.Acut.(Sp.)37, cf. Sm.Ca.2.5; incline one valve of the heart towards the other, Hp. Cord.10.

German (Pape)

[Seite 900] zurück- u. daranlehnen, niederlegen lassen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανακλίνω: κατακλίνω τινὰ ἐπάνω εἴς τι, περιτείνων σινδόνιον ἐπανάκλινε αὐτὸν Ἱππ. 403. 13.

Greek Monolingual

ἐπανακλίνω (Α)
1. κατακλίνω κάποιον, τον ξαπλώνω πάνω σε κάτι
2. ιατρ. κατευθύνω τη μία βαλβίδα της καρδιάς προς την άλλη
3. κατευθύνω πίσω, οδηγώ πίσω, παίρνω πίσω κάτι που έδωσα.