πύξινος

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύξῐνος Medium diacritics: πύξινος Low diacritics: πύξινος Capitals: ΠΥΞΙΝΟΣ
Transliteration A: pýxinos Transliteration B: pyxinos Transliteration C: pyksinos Beta Code: pu/cinos

English (LSJ)

η, ον, (πύξος)

   A made of boxwood, ζυγόν Il.24.269; πλαισίω (dual) IG12.373.203; κλίνη Pl.Com.34; πόδες κλίνης PGrenf.1.14.7 (ii B.C., cf. 2p.211); ἁλία Archipp.13; φόρμιγξ Theoc.24.110; κτένα AP6.211 (Leon.).    2 -ινον, τό, boxwood tablet, PGrenf.1.14.12 (ii B.C., pl.).    II yellow as boxwood, Χαιρεφῶν ὁ π. Eup.239, cf. Philostr.VS1Praef., Sch.Ar.V.1399, etc.; pyxinum [collyrium], Cels. 6.6.25.

German (Pape)

[Seite 818] von Buxbaumholz; ζυγόν, Il. 24, 269; Theocr. 24, 108; αὐλοδόκος, κτείς, Leon. Tac. 1. 5 (V, 206. VI, 211); auch dem Buxbaum an Farbe gleich, bleich, gelb, Philostr.; so nannten die Comiker den Chairephon, Schol. Ar. Vesp. 1399.

Greek (Liddell-Scott)

πύξῐνος: -η, -ον, (πύξος) ὁ ἐκ πύξου πεποιημένος, ζυγὸν Ἰλ. Ω. 269· ἔπειτα κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10, Θεόκρ, 24. 108· π. κτένα Ἀνθ. Π. 6. 211. II. κίτρινος ὡς τὸ ξύλον τῆς πύξου, Χαιρεφῶν ὁ π. Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 22, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1408, Φιλόστρ. 483, κτλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de buis.
Étymologie: πύξος.

English (Autenrieth)

(πύξος): of box-wood, Il. 24.269†.

Greek Monolingual

-η, -ο / πύξινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και πυξίνεος, -έα, -ον, Α
ο κατασκευασμένος από ξύλο πύξου («πυξίνη φόρμιγξ», Θεόκρ.)
αρχ.
1. κίτρινος όπως το ξύλο της πύξου, ωχρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύξινον
πινακίδα από πύξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος και -ίνεος (παρεκτεταμένη μορφή της -ινος), πρβλ. κέδρ-ινος και κεδρ-ίνεος].

Greek Monotonic

πύξῐνος: -η, -ον (πύξος), φτιαγμένος από ξύλο θάμνου (πύξου), σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πύξῐνος: самшитовый, буксовый (ζυγόν Hom.; κτείς Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύξινος -η -ον [πύξος, Lat. buxus, ‘buksboom’] f. Ion. πυξινέη, van bukshout.

Middle Liddell

πύξῐνος, η, ον πύξος
made of box-wood, Il., Theocr.