ἰσόμορος
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ον,= ἰσόμοιρος, used by Poseidon of himself in relation to Zeus, Il.15.209: generally,
A like, τινι AP6.206 (Antip.Sid.); ἰσόμορον, τό, equal portion, Nic.Th.105, Androm. ap. Gal.14.41. [ῑσ- ll. cc.]
German (Pape)
[Seite 1265] gleichen Antheil habend, Il. 15, 209 u. sp. D. wie Nic. Th. 105; ἔργον ἀραχναίοις νήμασι, gleich, Antip. Sid. 21 (VI, 206).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόμορος: -ον, = ἰσόμοιρος, λεγόμενον ὑπὸ τoῦ Πoσειδῶνoς περὶ ἑαυτοῦ ὡς ἰσομόρου πρὸς τὸν Δία, Ἰλ. Ο. 209· καθόλoυ, ὅμοιος, ἔργον ἀραχναίοις νήμασιν ἰσόμoρoν Ἀνθ. Π. 6. 206· ἰσόμορον, ἴσον μέρος, ἴσον μερίδιον, Νικ. Θηρ. 105, Ἀνδρόμαχος παρὰ Γαληv. 14, 41, 16. ἔκδ. Kühn. ῑσ-, ἴδε ἴσος ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ἴσος, μόρος.
Greek Monolingual
ἰσόμορος, -ον (Α)
1. (για τη σχέση του Ποσειδώνος με τον Δία) ισόμοιρος, με ίσο μερίδιο
2. όμοιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμορον
το ίσο μερίδιο, το ίσο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. πρωτό-μορος, ωκύ-μορος].
Greek Monotonic
ἰσόμορος: -ον, = ἰσόμοιρος, λέγεται από τον ίδιο τον Ποσειδώνα για τον εαυτό του ως ἰσομόρου προς τον Δία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόμορος:
1) имеющий одинаковую судьбу (ἰ. καὶ ὁμῆ πεπρωμένος αἴσῃ Hom.);
2) равный: ἀραχναίοις νήμασιν ἰ. Anth. тонкий как паутина.
Middle Liddell
ἰσό-μορος, ον = ἰσόμοιρος
used by Poseidon of himself as ἰσόμορος with Zeus, Il.