ψυχόω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
(ψυχή)
A give soul to, λίθον APl.4.159; σῶμα Ph.1.33, cf. Nonn.D.25.542; ψυχοῦν τὸν λόγον, of νοήματα, animate, make alive, Ph.1.693, cf. Plot.4.4.22, Procl.Inst.196:—Pass., Ph.1.263, al., Plot.2.3.9. 2 give a psychical (opp. physical) character to physical sensations, Id.4.4.28. II (ψῦχος) Pass., to be made cold, become cold, Hp.Steril.213, f.l. in Plu.2.1052f (ψυχόμενον Bernardakis).
German (Pape)
[Seite 1404] 1) beseelen, beleben, λίθον Ep. ad. 245 (Plan. 159). – 2) kalt machen, abkühlen, erfrischen, Plut. de stoic. repugn. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχόω: (ψυχή) παρέχω ψυχὴν ἢ ζωὴν εἴς τι, ἔμψυχόν τι ποιῶ, τίς λίθον ἐψύχωσε; Ἀνθ. Πλαν. 159· ψυχοῦν ποταμόν, ἐπὶ τῶν ἰχθύων, οἱ ὁποῖοι ποιοῦσιν αὐτὸν οἱονεὶ ἔμψυχον, ζῶντα, Φίλων Ι. 663. ΙΙ. (ψῦχος) ἐν τῷ παθ., γίνομαι ψυχρός, ψύχομαι, Ἱππ. 675. 49, Πλούτ. 2. 1052F.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
animer, vivifier.
Étymologie: ψυχή.
Greek Monotonic
ψῡχόω: μέλ. -ώσω (ψυχή), δίνω ψυχή ή ζωή σε κάτι, καθιστώ κάτι έμψυχο, τίς λίθον ἐψύχωσε;, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχόω: охлаждать Plut.