ἀκρόσοφος
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
ον,
A high in wisdom, Pi.O.11 (10).19, Lyr.Adesp.93, D.H.Dem.51.
German (Pape)
[Seite 85] hochweise, Pind. Ol. 10, 19; Dion. Hal. Dem. 51; p. bei Plut. Non posse 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόσοφος: -ον, ὁ ἄκρος ἐν σοφίᾳ, ἔξοχος, Πινδ. Ο. 11. 19, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 51.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une sagesse supérieure ; sel. d’autres d’une sagesse superficielle.
Étymologie: ἄκρος, σοφός.
English (Slater)
ἀκρόσοφος
1 highest in wisdom στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν (O. 11.19)
Spanish (DGE)
-ον
que sobresale en sabiduría στρατός Pi.O.11.19, στόματα Lyr.Adesp.90.1, ἀνήρ D.H.Dem.51.6.
Greek Monolingual
ἀκρόσοφος, -ον (Α)
ο υπερβολικά σοφός, έξοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + σοφός.
Greek Monotonic
ἀκρόσοφος: -ον, ανώτερος σε σοφία, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόσοφος: мудрейший Pind., Plut.