ἐξαφίστημι
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
A remove, αἱ ἁμαρτίαι . . ἐξαπέστησαν τὰ ἀγαθὰ ἀφ' ὑμῶν v.l. in LXXJe.5.25. 2 dispatch, ἐφ' οὓς καθήκει BGU1253.16 (ii B.C.). II Pass., with aor. 2, pf., and plpf. Act., depart or withdraw from, τινός S.OC561, E.IA479; grow out of, ἡλικίας PLond.5.1708.263 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 874] (s. ἵστημι), nur med. u. intr. tempp. des act., heraus- u. abtreten, sich enthalten; πράξεως Soph. O. C. 567; λόγων Eur. I. A. 479.
French (Bailly abrégé)
tr. écarter de;
intr. (ao.2 ἐξαπέστην et Moy. ἐξαφίσταμαι) s’écarter de, s’abstenir de, renoncer à.
Étymologie: ἐξ, ἀφίστημι.
Greek Monolingual
ἐξαφίστημι (Α) αφίστημι
1. απομακρύνω, αφαιρώ
(«αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ἐξαπέστησαν τὰ ἀγαθὰ ἀφ' ὑμῶν», ΠΔ)
2. στέλνω
3. αυξάνω
4. παθ. φεύγω, απομακρύνομαι
(«πρᾱξιν... ὁποίας ἐξαφισταίμην ἐγώ», Σοφ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐξαφίστημι: тж. med.
1) уклоняться, воздерживаться (sc. πράξεως Soph.);
2) отказываться (τῶν παλαιῶν λόγων Eur.).