μελίφθογγος

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίφθογγος Medium diacritics: μελίφθογγος Low diacritics: μελίφθογγος Capitals: ΜΕΛΙΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: melíphthongos Transliteration B: meliphthongos Transliteration C: melifthoggos Beta Code: meli/fqoggos

English (LSJ)

ον,

   A honey-voiced, Μοῖσαι, ἀοιδαί, Pi.O.6.21, I.2.7.

German (Pape)

[Seite 125] dasselbe; Τερψιχόρα, Pind. I. 2, 7, Μοῖσαι, Ol. 6, 21, ἀοιδαί, I. 5, 8, u. öfter bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μελίφθογγος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν μελιτώδη, ἡδεῖαν, Μοῖσαι, ἀοιδαὶ Πινδ. Ο. 6. 36, Ι. 2. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au son doux comme le miel.
Étymologie: μέλι, φθέγγω.

English (Slater)

μελίφθογγος, -ον
   1 honey-voiced μελίφθογγοι Μοῖσαι (O. 6.21) μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας (Heyne: -φθογγοι codd.) (I. 2.7) μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.9)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίφθογγος, -ον)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος («μελίφθογγοι δ' επιτρέψοντι Μοῑσαι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή), πρβλ. καλλί-φθογγος, λαθί-φθογγος)].

Greek Monotonic

μελίφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει φωνή γλυκιά σαν μέλι, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μελίφθογγος: (ῐ) сладкогласный (Μοῖσαι, ἀοιδαί Pind.).

Middle Liddell

μελί-φθογγος, ον φθογγή
honey-voiced, Pind.