διαχαλάω

From LSJ
Revision as of 17:45, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχαλάω Medium diacritics: διαχαλάω Low diacritics: διαχαλάω Capitals: ΔΙΑΧΑΛΑΩ
Transliteration A: diachaláō Transliteration B: diachalaō Transliteration C: diachalao Beta Code: diaxala/w

English (LSJ)

   A loosen, relax, τὸ πῦρ δ. τὸ πεπηγός Arist.Pr.886b2; τὰς ἁρμονίας τοῦ σώματος Epicr. 3.19; δ. μέλαθρα unbar, E.IA1340.    II make supple by exercise, X.Eq.7.11.    III intr., to be disjointed, gape, ὀστέον Hp.VC12 (v.l. διαχαλασθῇ).

German (Pape)

[Seite 613] (s. χαλάω), 1) nachlassen, aus einander gehen lassen, τὰς ἁρμονίας σώματος Epicrat. bei Ath. XIII, 570 d; vgl. Xen. de re equ. 7, 11, d. i. in sanfte Bewegung setzen; dah. μέλαθρα, öffnen, Eur. I. A. 1340. – 2) intr., aus einander gehen, sich erweitern, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διαχᾰλάω: μέλλ. -άσω, χαλαρώνω, διαλύω, τὸ πῦρ δ. τὸ πεπηγὸς Ἀριστ. Προβλ. 7. 3· τὰς ἀρμονίας τοῦ σώματος Ἐπικρ. Ἀντιλ. 2. 19 δ. μέλαθρα, ἀνοίγω, Εὐρ. Ι. Α. 1340. ΙΙ. καθιστῶ τινα ὑγρόν, εὔκαμπτον διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ξεν. Ἱππ. 7, 11. ΙΙΙ. ἀμεταβ., χαλαροῦμαι, ἀνοίγομαι, χαίνω, ὀστέον Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
relâcher, ouvrir.
Étymologie: διά, χαλάω.

Spanish (DGE)

(διαχᾰλάω) I tr.
1 abrir μέλαθρα E.IA 1340
separar τὰ ... συνεστῶτα Thphr.CP 6.1.5.
2 disolver τὸ πῦρ διαχαλᾷ τὸ πεπηγὸς ἐν τῷ σώματι Arist.Pr.886b2
abs. ref. tal vez a la disolución de durezas o hinchazones Hippiatr.130.75.
3 distender, relajar τὸ σῶμα X.Eq.7.11
abs. relajar el vientre ἡ φλεβοτομία Mnaseas en Sor.19.15.
4 fig. acabar con, echar a perder (δόλιχος) τὰς ἁρμονίας ... διαχαλᾷ τοῦ σώματος (la carrera larga) le hace perder sus encantos corporales, e.e., la vejez, Epicr.3.15, en v. pas. τῷ μήκει τῶν ἄκρων χρόνων ... διαχαλᾶται τὸ ὕψος Longin.39.4.
II intr. abrirse, separarse ἕτοιμον ... ταύτῃ (τῇ ῥαφῇ) ... τὸ ὀστέον ... διαχαλᾶν el hueso tiene tendencia a abrirse por ahí (por la sutura) Hp.VC 12.

Greek Monotonic

διαχᾰλάω: μέλ. -άσω,
I. χαλαρώνω, ξαμπαρώνω, ελευθερώνω, ανοίγω, σε Ευρ.
II. καθιστώ κάτι εύκαμπτο μέσω της άσκησης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διαχᾰλάω:
1) растворять, отворять (διαχαλᾶτε μοι μέλαθρα Eur.);
2) делать гибким (τὸ σῶμα Xen.);
3) растоплять, расплавлять (ὥσπερἥλιος τὴν χιόνα Arst.).

Middle Liddell

fut. άσω
I. to loosen, unbar, Eur.
II. to make supple by exercise, Xen.