ἔθειρα

From LSJ
Revision as of 12:25, 6 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔθειρα Medium diacritics: ἔθειρα Low diacritics: έθειρα Capitals: ΕΘΕΙΡΑ
Transliteration A: étheira Transliteration B: etheira Transliteration C: etheira Beta Code: e)/qeira

English (LSJ)

ἡ,

   A hair, poet. Noun, Hom. only in Il., and always in pl., either of a horse's mane, 8.42; or of the horsehair crest on helmets, 16.795, 19.382.    II later sg., hair of the head, Pi.I.5(4).9, A.Pers. 1062 (lyr.), E.Hel.1124 (lyr.), Theoc.5.91, etc.: also pl., h.Ven.228, A.Ch.175, E.Hel.632, Euph.23, IG3.1376, etc.; of a lion's mane, Theoc.25.244; porcupine's quills, Opp.C.3.395; a bird's feathers, ib. 123; κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν, of the filiform stigmas of the saffron, Mosch.2.68.

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, das Haupt ha ar; Homer fünfmal, im plural., von den Mähnen der Pferde und den aus ihnen verfertigten Helmbüschen: Iliad. 16, 795 vom Helmbusche des Patroklos μιάνθησαν δὲ ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι; vom Helmbusche des Achilleus Iliad. 19, 382. 22, 315 περισσείοντο δ' (καλαὶ δὲ περισσείοντο) ἔθειραι χρύσεαι, ἃς Ηφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ θαμειάς, zu 22, 315 ein aus Aristonie. geflossenes Schol. ἔθει ρ αι: νῦν καταχρηστικῶς αἱ χαῖται τῆς κόρυθος; von den Mähnen der Götterpferde Iliad. 8, 42. 13, 24 ὑπ' ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ' ἵππω, ὠκυπέτα, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε. Vgl. ἐθειράς. Die Alten bringen den Ursprung von ἔθειρα mit dem Verbum ἐθείρω zusammen, s. z. B. Apoll. Lex. Hom. p. 63, 9. – Folgende: vom Haupthaare des Menschen, Pind. I. 5, 9; Aesch. Pers. 1062; ἔθειραν κείραντες, Eur. Hel. 1124; sp. D., wie Theocr. 5, 91, der es auch von der Mähne des Löwen braucht, 25, 244; Opp. von den Borsten des Ebers, Cyn. 3, 395, u. den Federn des Huhns, 3, 123. Bei Mosch. 2, 68 (ἐθείρην) vom Blüthenbüschel der Pflanzen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔθειρα: ἡ, θρίξ, ποιητ. ὄνομα, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ. καὶ πάντοτε ἐν τῷ πληθ., ἢ ἐπὶ τῆς χαίτης τοῦ ἵππου, Θ. 42· ἢ ἐπὶ τοῦ ἐξ ἱππείων τριχῶν λόφου τῆς περικεφαλαίας, Π. 795., Τ. 382· - καθ’ ἑνικόν, ἐπὶ τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς, Πινδ. Ι. 5 (4). 11, Αἰχύλ. Πέρσ. 1062, Εὐρ., κτλ.· (ἀλλ’ ὡσαύτως κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Χο. 175, Εὐρ. Ἑλ. 632, Συλλογ. Ἐπιγρ. 1012)· ἀκολούθως ἐπὶ τῆς χαίτης λέοντος, Θεόκρ. 25. 244· ἐπὶ τῆς μήριγγος (τῶν τριχῶν τῆς ῥάχεως) ἀγριοχοίρου, Ὀππ. Κ. 3. 395, ἐπὶ τῶν πτίλων πτηνοῦ, αὐτόθι 123· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθέων κρωβύλου σχῆμα ἐχόντων, οἷα εἶναι τὰ τοῦ κρόκου, Μόσχ. 2. 68.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. chevelure;
II. p. anal. 1 crinière (de cheval, de lion);
2 crinière de casque.
Étymologie: cf. ἐθείρω.

English (Autenrieth)

only pl. ἔθειραι: horse-hair, of the mane and tail of horses, and of the plume of a helmet.

English (Slater)

ἔθειρα
   1 locks, hair ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν (I. 5.9)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I no de pers., gener. plu.
1 crin
a) de caballo (ἵππω) χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Il.8.42, 13.24, cf. Euph.31.2
utilizada como adorno o penacho del casco καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι χρύσεαι Il.22.315, 19.382, μιάνθησαν δὲ ἔθειραι se mancharon las crines del penacho de un guerrero abatido Il.16.795, ἵππειαι δὲ κόρυν σκιάουσιν ἔθειραι Theoc.16.81;
b) de otros anim. melena del león πυρσαὶ ... ἔθειραι Theoc.25.244
pelo, cerda ἁπαλὰς δ' ἐκόνισεν ἐθείρας de un ratón Batr.(a) 204, de la cola del leopardo, Opp.C.3.481
del puercoespín púa Opp.C.3.395
de pájaros pluma Opp.C.3.123;
c) colect. plumaje de pájaros λεπτότριχα ... ἔθειραν B.5.29
pelambre de Tifeo, Nonn.D.2.612.
2 estigma, hebra del azafrán κρόκου θυόεσσα ἔ. Mosch.2.68.
II de pers.
1 pelo, cabello a veces también de la barba:
a) en plu. καλαὶ περισσείοντο ἔθειραι κυάνεαι ondeaban los hermosos cabellos negros de Dioniso h.Bacch.4, ποίαις ἐθείραις; los encontrados en la tumba de Agamenón, A.Ch.175, ὄρθιοι ἔθειραι pelos de punta por la emoción, E.Hel.632, cf. Call.Ap.39, Del.302, Orph.A.1219, ἱρῆας ... κομόωντας ἐθείραις IG 22.3606.13 (II d.C.), κυδιόωσα ξανθαῖς ἐπὶ κρατὸς ἐθείραις IG 22.12828.1 (III/IV d.C.), μὴ ... ἐθείρας ... ἀναστέλλοιεν ἀῆται que la brisa no le despeinara los cabellos Colluth.233, cf. Orac.Sib.2.224, frec. ref. a las canas ἐπεὶ πρῶται πολιαὶ κατέχυντο ἔθειραι ... κεφαλῆς ... τε γενείου de Titono h.Ven.228, λευκῇσιν ... ἐθείραις A.R.1.672, cf. Cerc.3.16, AP 5.103 (Rufin.), 11.41 (Phld.), 12.240 (Strat.);
b) colect. cabellera, melena στέφανοι ... ἀνέδησαν ἔθειραν Pi.I.5.9, cf. B.6.8, 13.197, Antigen.Lyr.4, ψάλλ' ἔθειραν A.Pers.1062, κείραντες ἔθειραν E.Hel.1124, cf. Nonn.D.14.232, βακχεύουσα τ' ἔ. Βρομίῳ la cabellera de bacante e.d., suelta, desmelenada en honor a Bromio E.Hel.1364, ξανθὴ ἔ. E.IA 1366, cf. Theoc.5.91, Euph.1v.G., SHell.906.11, θρίξ ... ἐθείρης AP 5.230 (Paul.Sil.), cf. 2.1.66, 91 (Christod.), 16.266
peinado ἔθειρα· κόμη τημελουμένη Hsch.ε 633, αἱ ἔξ ἔθους ἐπιμελούμεναι τρίχες Sud.
2 pelo, vello púbico οὐδ' οἷσιν ἐπὶ κτενὸς ἔσκον ἔθειραι Call.Fr.343.
III fig., de las vetas en la piedra χρυσόθριξ: ἰδεῖν γε μὲν οἷον ἔθειραι Orph.L.295.

• Etimología: De *u̯edher-i̯ă, rel. ἔθων como πίειρα c. πίων, prob. c. el sent. ‘que se agita’.

Greek Monolingual

ἔθειρα, η (Α)
1. τρίχα
πληθ.
2. οι τρίχες της χαίτης τών αλόγων
3. τα μαλλιά του κεφαλιού.

Greek Monotonic

ἔθειρα: ἡ, τρίχα, χρησιμ. από τον Όμηρο στον πληθ., είτε δηλώνοντας τη χαίτη του αλόγου είτε το λοφίο με τρίχες αλόγου της περικεφαλαίας· αργότερα στον ενικ. και πληθ., λέγεται για τα μαλλιά του κεφαλιού, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για τη χαίτη ενός λιονταριού, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔθειρα: ἡ преимущ. pl.
1) волосы, кудри HH, Pind., Aesch., Eur.;
2) грива (ἵππω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom.; πυρσαὶ ἔθειραι, sc. λέοντος Theocr.);
3) шерсть (ἁπαλαὶ ἔθειραι, sc. μυός Batr.);
4) султан (на шлеме) (ἔθειραι λόφον ἀμφὶ Hom.).

Middle Liddell

ἔθειρα, ἡ,
hair, used by Hom. in pl., either of a horse's mane, or of the horsehair crest on helmets:—later in sg. and pl. of the hair of the head, Aesch., Eur., etc.; of a lion's mane, Theocr.

English (Woodhouse)

mane, hair of animals, hair of the head

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)