ἐμπόδιος

From LSJ
Revision as of 14:38, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόδιος Medium diacritics: ἐμπόδιος Low diacritics: εμπόδιος Capitals: ΕΜΠΟΔΙΟΣ
Transliteration A: empódios Transliteration B: empodios Transliteration C: empodios Beta Code: e)mpo/dios

English (LSJ)

ον,

   A at one's feet, Pl.Tht.201a; coming in the way, meeting, Eleg. ap. Plu.Rom.21.    2 commonly, in the way, presenting an obstacle, impeding, c. dat. pers. et rei, ἡ Βαβυλών οἱ ἦν ἐ. Hdt.1.153, cf. 2.158, 5.90; ἐ. κώλυμα E.Ion862 (lyr.); εἰ τοῦτ' ἐ. σοι Ar. Lys.531, etc.; ἐ. ταῖς ἐνεργείαις Arist.EN1175b2; ἐ. τινὶ πρός τι Id.Mu.399b12.    3 c. gen. rei, εἰρήνης Th.1.139; ἐ. γίγνεσθαι τοῦ μὴ ἀσκεῖν Pl.Lg.832b: c. inf., μὴ . . ἐ. γένηται θέσθαι τι Th.1.31.    4 ὅπῃ ταύτῃ ἀρετὴ ἀσκεῖται πάντῃ ἐ. Pl.R.407c.    5 ἐ. πρός τι Arist.EN 1170b27, Pol.1311a18, Plb.4.81.4, Hierocl.in CA11p.441M.

German (Pape)

[Seite 815] im Wege stehend, hinderlich; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; Ar. Lys. 531; μαντηΐου ἐμποδίου γενομένου Her. 2, 158; ζήτησις ἐμπόδιος γίγνεται τοῦ μὴ καλῶς ἀσκεῖν, wird der Uebung hinderlich, Plat. Legg. VIII, 832 a; τινί, Soph. 231 a u. öfter, wie Folgde; ὡς μὴ ἐμπόδιον εἶναι τὸ ψήφισμα τῆς εἰρήνης Thuc. 1, 139; mit folgdm inf., 1, 31; πρός τι, Pol. 4, 81, 4; τὸ ἐμπόδιον, das Hinderniß, Plat. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόδιος: -ον, παρὰ πόδας, τάχ’ ἂν ἐμπόδιον γενόμενον αὐτὸ φήνειε τὸ ζητούμενον (πρβλ. ἐμποδών) Πλάτ. Θεαίτ. 201Α· ὁ περὶ τοὺς πόδας, τοὺς ἐμποδίους τύπτοντας Πλουτ. Ρωμ. 21. 2) συνήθως, ὁ ἐμποδίζων, ὁ παρουσιάζων έμπόδιον, μετὰ δοτ. προσ., ἥ τε γὰρ Βαβυλών οἱ ἦν ἐμπόδιος Ἡρόδ. 1. 153, πρβλ. 2. 158., 5. 90· τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ’ ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων 862· εἰ τοῦτ’ ἐμπόδιον Ἀριστοφ. Λυσ. 531, κτλ. 3) μετὰ γεν. πράγμ., ἐμπ. εἶναι εἰρήνης Θουκ. 1. 139 ἐμπ. γίγνεσθαι τοῦ μὴ ἀσκεῖν Πλάτ. Νόμ. 832Α· μὴ... ἐμπ. γένηται θέσθαι τι Θουκ. 1. 31. 4) ὅπῃ ταύτῃ ἀρετὴ ἀσκεῖται καὶ δοκιμάζεται, πάντῃ ἐμπόδιος, παντελῶς ἐμποδίζεται, Πλάτ. Πολ. 407C. 5) ἐμπ. πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10. 2, Πολιτικ. 5. 10, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se trouve sur le chemin, que l’on rencontre;
2 qui entrave, qui fait obstacle à, qui empêche, dat, gén. ou inf..
Étymologie: ἐν, πούς.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que sale al paso ταχ' ἂν ἐμπόδιον γενόμενον αὐτὸ φήνειεν τὸ ζητούμενον Pl.Tht.201a, ἐμποδίους τύπτοντες golpeando a los que se les cruzaban Butas SHell.234.
2 como pred. en or. copulativa o nominal que constituye un obstáculo, impedimento o traba c.dif. constr. adnom.:
a) c. dat. ἡ ... Βαβυλών οἱ ἦν ἐ. Hdt.1.153, cf. 2.158, 5.90, τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι; E.Io 862, cf. Ar.Lys.531, X.An.7.8.4, I.AI 4.297, Plu.Sert.19, δόξαι ἐμπόδιοι μαθήμασιν Pl.Sph.231e, τὰς ἀφ' ἑτέρων ἡδονὰς ἐμποδίους ταῖς ἐνεργείαις εἶναι Arist.EN 1175b2, cf. Plb.18.41a.1;
b) c. gen. obj. de abstr. ἡ ... ζήτησις ... ἐ. γίγνεται τοῦ μὴ καλῶς ἀσκεῖν ... Pl.Lg.832b, cf. IIasos 3.9 (IV/III a.C.), Plu.2.1000a, μηδ' ἐμπόδιον πνεύσειε νόου que no sople un viento contrario a mi pensamiento Synes.Hymn.1.387;
c) c. prep. y ac. οἱ πλείους ... περίεργοι καὶ ἐμπόδιοι πρὸς τὸ καλῶς ζῆν Arist.EN 1170b27, ὡς ... πρὸς τὴν ἀρχὴν ἐμπόδιοι (οἱ γνώριμοι) Arist.Pol.1311a18, cf. Thphr.Sens.53 (= Democr.A 135), Hierocl.in CA 11.21, Gr.Nyss.Hom.in Cant.80.12, Procl.in Euc.74.1, ὄχλον ἀργὸν ... οὐκ ὠφέλιμον ἀλλ' ἐμπόδιον εἰς κατόρθωμα Ph.2.379, cf. Plu.Phil.18;
d) c. varias constr. combinadas ὅπερ οὐδαμῶς ἐστιν ἐμπόδιον οὔτε ἐκείνῃ πρὸς τὸ δρᾶν Arist.Mu.399b12, cf. Plb.4.81.4, Ath.221e, Meth.Res.1.29, τὰ ἀπὸ τῶν αἰσθήσεων ἐμπόδια πρὸς τὴν γνῶσιν Procl.in Euc.28.6.
II subst. τὸ ἐ. obstáculo, impedimento, traba
a) c. gen. obj. de cosas o abstr. ὡς μὴ ἐ. εἶναι τὸ ψήφισμα εἰρήνης Th.1.139, νόσος σώματός ἐστιν ἐ. Epict.Ench.9, cf. Ptol.Tetr.3.13.12, Secund.Sent.10, Vett.Val.70.29, προκοπῆς ἐ. dicho de la ἄνοια Bio Bor.19, cf. D.S.18.25, A.D.Adu.157.24, Vett.Val.277.13, Chrys.Iob 3.5.25
tb. c. gen. subjet. ὅταν ἀφαιρεθῇ τὸ ἐ. τῶν ἐκ τῆς αἰσθήσεως cuando se elimina el obstáculo que supone lo que procede de la percepción Hero Def.136.2, cf. Meth.Symp.126;
b) c. inf. μὴ ... ἐ. γένηται θέσθαι τὸν πόλεμον Th.1.31, τί ... τὸ ἐ. καὶ τῷ ἆρα συνδέσμω τὸ αὐτὸ παρακολουθῆσαι; A.D.Coni.226.14;
c) c. dat. τὸ ... σῶμα αὐτοῖς ... ἐ. ἐστιν Iust.Phil.Dial.4.4, cf. Basil.M.29.304A, μὴ ἐ. γένηται τῇ γεωργίᾳ POxy.1764.14 (III d.C.);
d) c. πρός y ac. ἐ. ... εἶναι ... πρὸς τὰς στρατείας los pechos para las amazonas, D.S.3.53, μέγα ἐ. πρὸς τὸ σῴζεσθαι Ph.1.376, πρὸς ἀρετήν Didym.Gen.209.17;
e) c. ἐκ y gen. o varias constr. combinadas οὐδὲν ἐκ τῆς Ἥρας ἀπήντησεν ἐ. Paus.3.15.9, ἐμπόδιά τε ψυχῆς πρὸς τὴν αὐτῆς ἐνέργειαν Plot.1.8.4, ἵνα μηδέν τί ποτε ἐ. γένηται ἡμῖν πρὸς αὐτόν A.Thom.A 29;
f) sin rég. κώλυμα καὶ ἐ. D.H.7.13, Hld.7.14.1, cf. Luc.Anach.27, Paus.4.9.6, οὐδενὸς ἐμποδίου ὄντος si nada lo impide A.D.Pron.87.14, cf. Hld.10.21.3, ἵνα μη[δ] ὲν ἐ. ἦν POxy.63.18 (II/III d.C.), cf. 1764.14 (III d.C.);
g) jur., en pap. impedimento, limitación, restricción πρὸς τὸ μηδὲν ἐ. γενέσθαι τοῖς ἀνήκουσι POxy.1104.15 (IV d.C.), cf. PHamb.16.23, PMich.627.16 (ambos III d.C.).

Greek Monotonic

ἐμπόδιος: -ον, 1. αυτός που βρίσκεται στα πόδια κάποιου, που μπαίνει στο δρόμο του, που διασταυρώνεται με αυτόν, παρά Πλούτ.
2. αυτός που παρεμποδίζει, κωλυτικός, παρεμποδιστικός, με δοτ. προσ., σε Ευρ.· με γεν. πράγμ., ἐμπ. εἶναι εἰρήνης, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπόδιος:
1) встречающийся на пути (ἐμποδίους τύπτειν Plut.);
2) стоящий на пути, препятствующий, мешающий (τινι Her., Arph., Arst., Plut., τινος Thuc., Plat., Plut. и πρός τι Arst., Polyb., Plut.): μαντηΐου ἐμποδίου γενομένου Her. так как воспрепятствовало (этому) изречение оракула; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ᾽ ἔτι μοι; Eur. что за препятствие еще удерживает меня?

Middle Liddell

ἐμπόδιος, ον adj
1. at one's feet, coming in the way, meeting, ap. Plut.
2. in the way, impeding, c. dat. pers., Eur.:—c. gen. rei, ἐμπ. εἶναι εἰρήνης Thuc.