ἀνθοσύνη
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ,
A bloom, luxuriant growth, τεκέων AP5.275 (Agath.); ὑλαίη ib.11.365 (Id.).
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, die Blüthe, τεκέων Agath. 5 (V, 276).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοσύνη: ἡ, ἄνθησις, ἡ ἀνθηρὰ βλάστησις, καὶ τεκέων εὔσταχυν ἀνθοσύνην Ἀνθ. Π. 5. 276· ὑλαίην... ἀνθοσύνην αὐτόθι 11. 365.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
floraison ; p. ext. fleur.
Étymologie: ἄνθος.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
abundancia τεκέων AP 5.276 (Agath.), ὑλαίη AP 11.365 (Agath.).
Greek Monolingual
ἀνθοσύνη, η (Μ)
ανθηρότητα.
Greek Monotonic
ἀνθοσύνη: ἡ (ἄνθος), άνθηση, πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοσύνη: ἡ цвет, краса (τεκέων Anth.).