ἱππαρχέω
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
English (LSJ)
A to be ἵππαρχος, command cavalry, c. gen., τῆς ἵππου Hdt.9.20, 69; ἱππαρχηκὼς ἀνδρῶν καλῶν κἀγαθῶν Din.3.12; ἱππέων D.21.164: abs., X.Ages.2.4, Lys.26.20, D.21.172; οἱ ἱππαρχηκότες Hyp.Lyc. 17; of the Roman magister equitum and praefectus equitum, D.C.43.48, App.BC5.8:—Pass., serve under an ἵππαρχος, Arist.Pol.1277b10.
German (Pape)
[Seite 1257] ein Reiterbefehlshaber sein, Her. 9, 20. 60; ἱππαρχηκώς Din. 3, 12; τῶν ἱππέων Dem. 21, 164. Das pass., unter den Hipparchen stehen, hat Arist. pol. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαρχέω: εἶμαι ἵππαρχος, διευθύνω τὸ ἱππικόν, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 9. 20, 69, Δείναρχ. 109. 37· τῶν ἱππέων Δημ. 570. 12· ἀπολ., Ξεν. Ἀγησ. 2. 4, Λυσ. 177. 14· ἱππάρχηκα Δημ. 570. 12· οἱ ἱππαρχηκότες Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 14. - Παθ., ὑπηρετῶ ὑπὸ ἵππαρχον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être commandant de cavalerie.
Étymologie: ἵππαρχος.
Greek Monotonic
ἱππαρχέω: μέλ. -ήσω (ἵππαρχος), διοικώ, διευθύνω το ιππικό· με γεν., σε Ηρόδ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππαρχέω: (тж. ἱ. τῆς ἵππου Her. и ἱ. τῶν ἱππέων Dem.) командовать конницей, быть гиппархом Xen., Lys., Plut.; pass. служить под командованием гиппарха: δεῖ ἱππαρχεῖν ἱππαρχηθέντα μαθεῖν Arst. воин-всадник должен обучаться, командуя (сам) конницей.
Middle Liddell
ἱππαρχέω, fut. -ήσω ἵππαρχος
to command the cavalry, c. gen., Hdt., Dem. [from ἵππαρχος