ὁλκάς
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A ship which is towed : hence, trading vessel, merchantman, Pi.N.5.2, Hdt.3.135, 7.25, 137, Lys.32.25 ; ἐν ὁλκάσιν ἢ πλοίοις Th.7.7, cf. X.Ath.1.20 ; ὁ. σιταγωγοί Th.6.44 ; οἰναγωγοί Pherecr.143.5, cf. Cephisod.10 : metaph., of women, AP5.160 ; of Europa's bull, Nonn.D.1.66. 2 of stones, conveyed to the place of building, IG11(2).199A79 (Delos, iii B. C.). 3 ὁλκάς· . . παρ' Ἀλκμᾶνι ἀειδῶν (i. e. ἀηδών, cf. Hsch. s.v. ὁλκάς), Cyr.Coisl.394 (Rh.Mus.43.451).
German (Pape)
[Seite 323] άδος, ἡ (ἕλκω), ein Zugschiff, d. i. ein schweres Lastschiff, denn diese wurden gezogen, wie die holländischen Treckschuyten; Pind. N. 5, 2; Eur. Cycl. 503; καθορῶ τἀμπόρια καὶ τὰς ὁλκάδας, Ar. Equ. 171; Her. 7, 25. 137; Thuc. 6, 1 u. öfter; Plat. Lach. 183 d; Folgde; πιστή, Add. 5 (VII, 305); τῆς ὁλκάδος καταδύσης, Luc. Zeux. 3. – Bei sp. D. auch ὀλκάς geschrieben, s. Jac. A. P. p. 19. 637.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλκάς: -άδος, ἡ, (ἕλκω, ὁλκὴ) πλοῖον ῥυμουλκούμενον, συρόμενον, ὅθεν πλοῖον φορτηγόν, ἐμπορικόν, Ἡρόδ. 3. 135., 7. 25, 137, Πινδ. Ν. 5. 2, Σιμωνίδ. (;) 182, καὶ Ἀττικ.· ὁλκάσιν ἢ πλοίοις. Θουκ 7. 7, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1, 20· ὁλκ. σιταγωγοὶ Θουκ. 6. 44· οἰναγωγοὶ Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ταύρου τῆς Εὐρώπης, Νόνν. 1. 66. - Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἐνίοτε φέρεται ὁλκάς, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19. 637.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
vaisseau remorqué, particul. vaisseau de transport ou de charge.
Étymologie: ἕλκω.
English (Slater)
ὁλκᾰς
1 merchant ship ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.2) met., ὁλκάδα μυριοφόρον (= τὸν ὕμνον) ?fr. 355.
Greek Monolingual
ὁλκάς, -άδος, ἡ (Α) ολκή
1. πλατύ και ογκώδες πλοίο, συνήθως ρυμουλκούμενο («οἱ μὲν πλοῑον κυβερνῶντες, οἱ δὲ ὁλκάδα», Ξεν.)
2. λίθος που μεταφερόταν στον τόπο οικοδομής.
Greek Monotonic
ὁλκάς: -άδος, ἡ (ἕλκω), ρυμουλκούμενο πλοίο, φορτηγό πλοίο, εμπορικό, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁλκάς: άδος (ᾰδ) ἡ буксирное, т. е. грузовое судно Pind., Her., Thuc. etc.
Middle Liddell
ὁλκάς, άδος, ἕλκω
a ship which is towed, a ship of burthen, trading vessel, merchantman, Hdt.