pride
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English > Greek (Woodhouse)
substantive
in bad sense: P. and V. φρόνημα, τό, ὕβρις, ἡ, ὄγκος, ὁ, P. ὑπερηφανία, ἡ, ὑπεροψία, ἡ, μεγαλαυχία, ἡ, V. χλιδή, ἡ, φρόνησις, ἡ.
in good sense: P. and V. φρόνημα, τό, V. φρόνησις, ἡ (Eur., Fragment ).
the pride of, boast of: P. and V. σχῆμα, τό (Eur., Andromache 1), V. πρόσχημα, τό, ἄγαλμα, τό, φάος, τό, φῶς, τό, αὔχημα, τό.
take pride in: see pride oneself on.
pride oneself on, v.: P. and V. φρονεῖν μέγα (ἐπί, dat.), ἀγάλλεσθαι (dat., or ἐπί, dat.), ἁβρύνεσθαι (dat.) (Plato), σεμνύνεσθαι ἐπί (dat.), λαμπρύνεσθαι (dat.), P. φιλοτιμεῖσθαι (dat., or ἐπί, dat.), καλλωπίζεσθαι (dat., or ἐπί, dat.), Ar. and V. χλιδᾶν (ἐπί, dat.), ἐπαυχεῖν (dat.).