διαδωρέομαι
English (LSJ)
A distribute in presents, X.Cyr.3.3.6, Posidon.24. 2 generally, distribute, assign, τινὰς εἰς τὰς ἐπαρχίας J.BJ6.9.2.
German (Pape)
[Seite 577] als Geschenk austheilen, Xen. Cyr. 3, 3, 6; vgl. Ath. IV, 154 c.
Greek (Liddell-Scott)
διαδωρέομαι: ἀποθ., διαμοιράζω ὡς δῶρα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, Ποσειδ. (Ἀθην. 154C). 2) καθόλου, διανέμω, παραχωρῶ, τινάς εἰς τὰς ἐπαρχίας Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 6. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
distribuer à titre de présent.
Étymologie: διά, δωρέω.
Spanish (DGE)
distribuir, regalar c. ac. de cosa y dat. de pers. ὅ τι που καλὸν ἴδοι ... ταῦτα κτώμενος διεδωρεῖτο τοῖς ἀεὶ ἀξιοτάτοις X.Cyr.3.3.6, cf. Posidon.68
•c. ac. de pers. y εἰς c. ac. (τοὺς στασιώδεις) πλείστους δ' εἰς τὰς ἐπαρχίας διεδωρήσατο I.BI 6.418.
Greek Monotonic
διαδωρέομαι: αποθ., μοιράζω, διανέμω, χαρίζω, δώρο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διαδωρέομαι: раздавать в виде подарков, раздаривать (τι τοῖς ἀξιωτάτοις Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-δωρέομαι als geschenk uitdelen.
Middle Liddell
Dep. to distribute in presents, Xen.