εὐφίλητος

From LSJ
Revision as of 20:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφῐλητος Medium diacritics: εὐφίλητος Low diacritics: ευφίλητος Capitals: ΕΥΦΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: euphílētos Transliteration B: euphilētos Transliteration C: effilitos Beta Code: eu)fi/lhtos

English (LSJ)

η, ον,    A wellbeloved, only in Id.Th.107 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐφίλητος: -η, -ον, λίαν πεφιλημένος, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Θηβ. 107.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.

Greek Monolingual

εὐφίλητος, -ον (Α)
αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)].

Greek Monotonic

εὐφίλητος: -η, -ον (φιλέω), προσφιλής, πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφίλητος: горячо любимый (πόλις Aesch.).

Middle Liddell

εὐ-φίλητος, η, ον φιλέω
well-beloved, Aesch.